παρακαίριος
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
ον,
A unseasonable, ill-timed, παρακαίρια ῥέζων Hes. Op.329.
German (Pape)
[Seite 481] unzeitig, ungebührlich, Hes. O. 331, zur Unzeit gesagt, gethan, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαίριος: ὁ, ἡ, = παράκαιρος, ὃ ἴδε ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
intempestif ; inconvenant, coupable, criminel.
Étymologie: παρά, καιρός.
Greek Monolingual
-ον, Α παράκαιρος
(ποιητ. τ.) παράκαιρος.
Greek Monotonic
παρακαίριος: -ον, = το επόμ., σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
παρακαίριος: несвоевременный, неуместный Hes.