βέλτιστος

From LSJ
Revision as of 07:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βέλτιστος Medium diacritics: βέλτιστος Low diacritics: βέλτιστος Capitals: ΒΕΛΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: béltistos Transliteration B: beltistos Transliteration C: veltistos Beta Code: be/ltistos

English (LSJ)

η, ον, Dor. βέντ-, Sup. of ἀγαθός,

   A best, most excellent, β. ἀνὴρ γενενῆσθαι περὶ τὸν δῆμον Ar.Eq. 765; ὦ βέλτιστε or β., a common mode of address, my dear friend, Id.Pl.1172, Antiph.289, Pl.R.337e, etc.; ὦ βέλτιστε σύ Eub.106; ὦ β. ἀνδρῶν Pl.Grg.515a; ὦ ἄριστε καὶ β. Id.Lg.902a; βέντισθ' οὗτος Theoc.5.76; ὑπὲρ τὸ β. A.Ag.378; οἱ β. or τὸ β. the aristocracy, X. HG5.2.6, Cyr.8.1.16, Ath.1.5, etc.; τὸ β., in Philos., the highest good, Pl.Phd.99a, 99b, Epict.Ench.51, etc.; τὰ β. βουλεύειν Th.4.68; οὐκ ἀπὸ τοῦ β. ἀναστρέφεσθαι SIG593.7(ii B. C.), PTeb.282.8 (ii A. D.). Adv. βέλτιστα X.Oec.7.29, etc.; βελτίστως Simp. in Cael.419.25.

German (Pape)

[Seite 442] superl. zu ἀγαθός, der trefflichste, beste; häufig ὦ βέλτιστε, Plat. u. Ar. aus der Umgangssprache, ironisch; τὸ βέλτιστον, das Beste, sowohl das moralisch Gute, als das Nützliche, Zuträglichste, ὠφέλιμον erklärt, Plat. Alc. II, 145 c; βέλτιστα, aufs beste, Plat. u. Folgde; ἀπὸ τοῦ βελτίστου Dion. Hal. 1, 76. Bei Xen. Ath. 1, 5. 3, 10 stehen οἱ βέλτιστοι u. τὸ βέλτιστον, optimates, dem δῆμος entgegen.

Greek (Liddell-Scott)

βέλτιστος: -η, -ον, Δωρ. βέντ-, ὑπερθ. τοῦ ἀγαθός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 765, Πλάτ., κτλ.· β. γενενῆσθαι περί τινα, ἔχω ὑπηρετήσει αὐτὸν ἐξόχως, ἔχω βοηθήσει, Ἀριστοφ. Ἱππ. 765· - ὦ βέλτιστε ἢ βέλτιστε, κοινὸς τρόπος προσφωνήσεως, φίλε μου, «ἀδελφέ», Ἀριστοφ. Πλ. 1172, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 42, Πλάτ., κτλ.· - ὦ βέλτιστε σὺ Εὔβουλ. Σφιγγ. 3· ὦ β. ἀνδρῶν Πλάτ. Γοργ. 515Α, κτλ.· βέντισθ’ οὗτος Θεόκρ. 5.76· - ὑπὲρ τὸ βέλτιστον Αἰσχύλ. Ἀγ. 378· - οἱ βέλτιστοι ἢ τὸ βέλτιστον, οἱ ἄριστοι, ἡ ἀριστοκρατία, Λατ. optimates, (ὡς τό οἱ ἀγαθοί, κτλ.), Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 6, Κύρ. 8. 1, 16, Ἀθην. Πολ. 1. 5, κτλ.· - τὸ βέλτιστον, ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ, τὸ ἀπόλυτον ἀγαθόν, τὸ ἀπολύτως ἄριστον, Πλάτ. Φαίδων. 99Α, Β, κτλ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
Sp. de ἀγαθός, très bon, excellent, le meilleur ; οἱ βέλτιστοι XÉN les grands ; τὸ βέλτιστον PLAT le mieux possible, le mieux en soi t. de philos. ; souv. dans le dialogue βέλτιστε, ô mon excellent ami !.
Étymologie: cf. βελτίων.

Spanish (DGE)

-η, -ον

• Alolema(s): dór. βέντ- Theoc.5.76
sup. de ἀγαθός q.u.
I de pers.
1 buenísimo, bonísimo, el mejor desde el punto de vista:
a) del valor guerrero οὗτοι βέλτιστοι ... ἄνδρες ἐν τῷ πολέμῳ τῷδε Th.3.98, βέλτιστοι τῶν στρατηγῶν Hell.Oxy.13.1
subst. οἱ βέλτιστοι las tropas mejores X.Cyr.1.4.17, cf. Th.4.73;
b) de una habilidad o capacidad buenísimo, óptimo, muy capaz β. λογοδαίδαλος Pl.Phdr.266e, περὶ παιδείας β. X.Ap.21, περὶ τὸν δῆμον Ar.Eq.765, τοὺς ... ἔχοντας τὰ χρήματα καὶ ἄρχειν ἄριστα βελτίστους Th.6.39.
2 desde el punto de vista familiar, amistoso buenísimo, honradísimo en exclam. y voc. τέκος E.Fr.673, πατήρ Pl.Smp.214b, 192a, ἴσθι ἀνδρῶν βέλτιστον ὄντα E.Ep.2.21, cf. X.Cyr.1.2.5
esp. como fórmula de cortesía (a veces irón.) ὁ β. Πρόδικος el bueno de Pródico Pl.Smp.177b
esp. en voc. buen amigo, buen ὦ βέλτιστε Eub.105, βέντισθ' οὗτος Theoc.l.c., ὦ βέλτιστε ἀνδρῶν Pl.Plt.263a, abs. ὦ βέλτιστε Ar.Pl.1172, cf. Antiph.282, Pl.R.337e, Grg.461e, ὦ ἄριστε καὶ βέλτιστε Pl.Lg.902a, Aesop.116.3, 154.3.
3 sólo subst., desde el punto de vista social οἱ βέλτιστοι los más distinguidos esp. los aristócratas en op. al δῆμος X.HG 5.2.6, cf. 4.4.1, Ath.1.5, Plb.22.4.3, οἱ βέλτιστοι τῶν πολιτῶν identificados con καλοὶ κἀγαθοί X.HG 2.3.19
en la corte persa la élite que rodea al rey, X.Cyr.8.1.16.
II de cosas y abstr.
1 de máxima calidad, buenísimo τριήρεις Th.2.24, οἶνος SB 9860b.6, e.14 (III d.C.)
de abstr. más excelente βίος X.Mem.3.2.3, ποιμενική Pl.R.345d, cf. 404b, λόγος Pl.Cri.46b, R.607a
desde el punto de vista filosófico ψυχαί Pl.Grg.503a
subst. τὸ β. el sumo bien Pl.Phd.99a, b, Epict.Ench.51.
2 desde el punto de vista político, moral o cívico τὸ β. lo mejor ὑπὲρ τὸ βέλτιστον A.A.378, χρῆσθαι τοῖσι βελτίστοις ἀεί E.IA 503, cf. Fr.1054, τὰ βέλτιστα βουλεύειν Th.4.68, λέγειν Th.3.43, οὐκ ἀπὸ τοῦ βελτίστου ... ἀναστρέφεσθαι IG 9(2).338.7, cf. PTeb.282.8 (ambos II a.C.), D.H.3.5, 26, κατὰ τὸ βέλτιστον Plb.24.10.4
neutr. plu. como adv. βέλτιστα X.Oec.7.29, Vett.Val.230.9.
III adv. -ως del mejor modo, mejor εἰδέναι Plb.4.86.6, cf. Simp.in Cael.419.25.

Greek Monolingual

-η, -ον βέλτιστος, -η, -ον (AM)
(υπερθ. του αγαθός) άριστος, ικανότατος
αρχ.
1. (η κλητ. ως προσφώνηση φιλική ή ειρωνική) ὦ βέλτιστε
αγαπητέ, φίλε μου
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ βέλτιστοι
οι αριστοκρατικοί
3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ βέλτιστον
α) η αριστοκρατική τάξη
β) το απόλυτο αγαθό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βέλτερος.

Greek Monotonic

βέλτιστος: -η, -ον, Δωρ. βεντ-, υπερθ. του ἀγαθός, καλύτερος, σε Αριστοφ., Πλάτ., κ.λπ.· ὦ βέλτιστε ή βέλτιστε, ένας κοινός τρόπος προσφώνησης, καλέ μου φίλε, «αδελφέ», σε Αριστοφ. κ.λπ.· τὸ βέλτιστον, το καλύτερο, ό,τι καλύτερο, σε Αισχύλ., Πλάτ.· οἱ βέλτιστοι ή τὸ βέλτιστον, αριστοκρατία, Λατ. optimates, σε Ξεν. (πρβλ. βέλτερος).

Russian (Dvoretsky)

βέλτιστος: дор. Theocr. βέντιστος 3 superl. к ἀγαθός.