Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πτερόω

From LSJ
Revision as of 07:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτερόω Medium diacritics: πτερόω Low diacritics: πτερόω Capitals: ΠΤΕΡΟΩ
Transliteration A: pteróō Transliteration B: pteroō Transliteration C: pteroo Beta Code: ptero/w

English (LSJ)

(πτερόν)

   A furnish with feathers or wings, τινα Ar.Av.1334, 1361, Ra.1437, Pl.R.467d; for πτεροῦν βυβλίον, v. γλυφίς:—Pass., to be or become feathered, to be fledged, Ar.Av.804, 1382, 1446 (with a play on signf. 11), Pl.Phdr.249a, al., Com.Adesp.172; ἔπος ἐπτερωμένον Ar.Ra.1388.    b represent as winged, τὰς Μούσας καὶ τὰς Σειρῆνας Porph.Abst.3.16.    2 ναῦν π. have the oars spread like wings ready to dip into the water, Plb.1.46.11 (intr. in pf., ναῦς ἐπτερωκυῖα ib.9), cf. Plu.Ant.63, Charito 1.9; ταρσῷ κατήρει πίτυλος ἐπτερωμένος E.IT1346.    II metaph., set on the wing, excite, Ar. Av.1446 (v. supr. 1.1):—Pass., to be excited, ἐπὶ τὸν Πυθαγόρου βίον Philostr.VA1.7; ἐς χορείην Anacreont.51.4; πρὸς τὴν τοῦ πολέμου ἐπιθυμίαν Luc.Dom.4; τοῖς ἔξωθεν πλεονεκτήμασιν Jul.Or.7.235b: abs., Plu.Art.24.

German (Pape)

[Seite 809] befiedern, mit Federn oder Flügeln versehen; Her. 2, 128; Plat. Rep. 467 d; pass., Flügel bekommen, Phaedr. 248 e; öfter; auch von Schiffen, mit Segeln u. Rudern versehen, ταρσῷ κατήρει πίτυλον ἐπτερωμένον, Eur. I. T. 1346; vgl. τὴν ναῦν, Pol. 1, 46, 11, ναῦς ἐπτερωκ υῖα, ib. 9, Plut. Ant. 63; Ar. auch ἔπος ἐπτερωμένον, wie πτερόεν, Ran. 1384; πτερωθῆναι πρὸς τὴν τοῦ πολέμου ἐπιθυμίαν, Luc. de domo 4 u. A. die Seele durch Hoffnung, durch Leidenschaften erheben, Plut. Artax. 24; πόθος πτεροῦται, Anacr. 25, 8; ὁ γέρων ἐγὼ πτεροῦμαι, 51, 4.

Greek (Liddell-Scott)

πτερόω: (πτερὸν) βάλλω, παρέχω πτερὰ εἴς τινα ἢ εἴς τι, τινα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1334, 1361, Βάτρ. 1437, Πλάτ. Πολ. 467D· περὶ τοῦ πτεροῦν βιβλίον, ἴδε ἐν λέξ. γλυφίς. ― Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι πτερωτός, ἔχω ἢ κτῶμαι πτέρυγας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 804, 1383, 1446 (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ), Πλάτ. Φαῖδρ. 248Ε, 249Α, κ. ἀλλ.· ἔπος ἐπτερωμένον Ἀριστοφ. Βάτρ. 1388. 2) πτερῶ τὴν ναῦν, ἔχω τὰς κώπας τεταμένας ὡς πτέρυγας, ἕτοιμος νὰ βυθίσω αὐτὰς εἰς τὸ ὕδωρ, Πολύβ. 1. 46, 11 (ὁ πρκμ. κεῖται ἀμεταβάτως, ναῦς ἐπτερωκυῖα αὐτόθι 9), Πλουτ. Ἀντών. 63· ― ὅθεν, ταρσῷ πίτυλος ἐπτερωμένος, ἡ διὰ τῶν κωπῶν ὡς πτερῶν πλῆξις τῆς θαλάσσης, δηλ. αὐταὶ αἱ ὡς πτερὰ κῶπαι, Εὐρ. Ι. Τ. 1346 (τὸν στίχον δὲ τοῦτον ὁ Ἕρμαν. καὶ ὁ Δινδ. θέτουσι μετὰ τὸν στίχ. 1394 = 1362 Ἕρμανν.). ΙΙ. μεταφ., κάμνω τινὰ νὰ πετάξῃ, διεγείρω, ἐξεγείρω (πρβλ. ἀναπτερόω), Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― Παθ., ἀναπτεροῦμαι, ἐπὶ Πυθαγόραν Φιλόστρ. 9· χορείην Ἀνακρεόντ. 54. 4· πρὸς τὴν τοῦ πολέμου ἐπιθυμίαν Λουκ. Δημ. 4· ὑφ’ ἡδονῶν Κλήμ. Ἀλ. 288· ἀπολ., Πλουτ. Ἀρτοξ. 24. ― Ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει τόμ. Α΄, σελ. 168.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. munir d’ailes ou de plumes;
II. fig. 1 munir d’ailes, càd de cordages ou de rames;
2 élever l’âme comme avec des ailes ; Pass. s’exalter, s’élever (sur les ailes de l’espérance, de la passion, etc.).
Étymologie: πτερόν.

Greek Monotonic

πτερόω: μέλ. -ώσω (πτερόν) ·
I. 1. προμηθεύω με πούπουλα ή φτερά, κοσμώ με φτερά, τινά, σε Αριστοφ.· πτεροῦν βιβλίον, διπλώνω χαρτί ως πτερόσχημο βέλος, σαΐτα, σε Ηρόδ. — Παθ., είμαι ή γίνομαι φτερωτός, αποκτώ φτερά, σε Αριστοφ., Πλάτ.
2. εφοδιάζω πλοίο με κουπιά· μεταφ., στην Παθ., σκάφος τάρσῳἐπτερωμένον, σε Ευρ.
II. μεταφ., κάνω κάποιον να πετάξει, διεγείρω, ενθουσιάζω (πρβλ. ἀναπτερόω), σε Αριστοφ. — Παθ. είμαι συνεπαρμένος, αναπτερωμένος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

πτερόω: 1) снабжать перьями или крыльями, оперять, окрылять (τινα Arph., Plat.); pass. обрастать перьями или крыльями, оперяться Plat.: ἔπος ἐπτερωμένον Arph. крылатое слово;
2) мор. оснащать, снабжать парусами и веслами (σκάφος ταρσῷ Eur.; τὴν ναῦν Polyb.);
3) быть оснащенным (ναῦς ἐπτερωκυῖα Polyb.);
4) перен. окрылять, возносить, побуждать (λόγοισι Arph.): πτερωθῆναι πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν τινός Luc. быть охваченным страстью к чему-л.