ὑπεκφεύγω

From LSJ
Revision as of 07:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκφεύγω Medium diacritics: ὑπεκφεύγω Low diacritics: υπεκφεύγω Capitals: ΥΠΕΚΦΕΥΓΩ
Transliteration A: hypekpheúgō Transliteration B: hypekpheugō Transliteration C: ypekfeygo Beta Code: u(pekfeu/gw

English (LSJ)

   A flee away or escape, Il.8.243, 20.191, Od.23.320, S.Ant.553, Pl.Euthd.291b.    II mostly c. acc., escape from, ὑ. ὄλεθρον, κῆρα, κακότητα, Il.6.57, 16.687, Od.3.175, al.; μίασμα S.Ant.776; ἐπηρείας τοιαύτας Marcellin.Puls. 89; τὸ κέρας τῶν Πελοποννησίων . . ἐς τὴν εὐρυχωρίαν Th.2.90, cf. 91.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. φεύγω), daraus entfliehen, heimlich entkommen; Il. 8, 243. 20, 191 Od. 23, 320; gew. c. acc., ὄλεθρον 12, 446, κῆρα Il. 16, 687 u. öfter; ὃπως μίασμα πᾶσ' ὑπεκφύγῃ πόλις, Soph. Ant. 772, vgl. 549; πολλοὺς ὑπεκφύγοις ἂν ἀνθρώπων λόγους Eur. Suppl. 565; τὶ ἐς τόπον, Thuc. 2, 91; Plat. Euthyd. 291 b.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκφεύγω: ἐκφεύγω, διαφεύγω κρυφίως, Ἰλ. Θ. 243, Υ. 191, Ὀδ. Ψ. 320, Σοφ. Ἀντ. 553, Πλάτ. Εὐθύδ. 291Β. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ., διαφεύγω τι, ὑπ. ὄλεθρον, κῆρα, κακότητα (ἴδε ἐν λέξ., ὑπεκφέρω), Ἰλ. Ζ. 57, ΙΙ. 687· μίασμα Σοφ. Ἀντ. 776· τὸ κέρας τῶν Πελοποννησίων... ἐς τὴν εὐρυχωρίαν Θουκ. 2. 90, πρβλ. 91.

French (Bailly abrégé)

1 intr. s’enfuir secrètement;
2 échapper à, acc..
Étymologie: ὑπό, ἐκφεύγω.

English (Autenrieth)

aor. 2 ὑπεξέφυγον and ὑπέκφυγον, opt. -οι, inf. -έειν: escape or come safely forth from, w. acc.

Greek Monolingual

ὑπεκφεύγω ΝΜΑ
διαφεύγω κρυφά
νεοελλ.
αποφεύγω με επιτήδειο τρόπο, με ελιγμό
αρχ.
(με αιτ.) αποφεύγωὅπως μίασμα πᾱσ' ὑπεκφύγῃ πόλις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκφεύγω «φεύγω έξω, διαφεύγω»].

Greek Monotonic

ὑπεκφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, αόρ. βʹ -εξέφῠγον·
I. διαφεύγω ή αποδρώ, δραπετεύω κρυφά, σε Όμηρ., Σοφ.
II. κυρίως με αιτ., ξεφεύγω από, γλιτώνω από, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκφεύγω: тайно убегать, ускользать Hom., Soph., Plat.: ὑ. τι Hom., Soph., Eur. избежать (ускользнуть от) чего-л.; ὑπεξέφυγον τὴν ἐπιστροφὴν ἐς τὴν εὐρυχωρίαν Thuc. (корабли), уклонившись от нападения, вышли в открытое море.