ἀργυρικός

From LSJ
Revision as of 07:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρικός Medium diacritics: ἀργυρικός Low diacritics: αργυρικός Capitals: ΑΡΓΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: argyrikós Transliteration B: argyrikos Transliteration C: argyrikos Beta Code: a)rguriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of, for, or in money: φόρος cash rental, AJA16.13 (Sardes, iv B.C.); ἀργυρικά, τά, taxes paid in money, ἀργυρικῶν πράκτωρ, πρακτορεία, BGU15 i 13 (ii A.D.), PLond.2.306 (ii A.D.); ζημίαι ἀ. IG22.1028.81 (i B.C.), cf. D.S.12.21, Plu.Sol.23; τέλος Str.11.13.8, cf. PRyl.133.16 (i A.D.), etc. Adv. ἀργυρικῶς ἢ σωματικῶς κολασθήσονται OGI664.17 (Egypt, i A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρικός: -ή, -όν, χρηματικός, ἀργυρικὴ ζημία, χρηματικὸν πρόστιμον, Διόδ. 12. 21, Πλουτ. Σόλων 23.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l’argent, pécuniaire.
Étymologie: ἄργυρος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que cuesta dinero, por dinero op. a gratuito ἀργυρικὸν σφόδρα πλούσίον ἀγῶνα Timae.45, δείξεις D.L.4.38.
2 consistente en dinero, pecuniario φόρος Sardis 1.1.12 (IV a.C.), PSarap.23.8 (II d.C.), 27.23 (II d.C.), τίμημα D.H.2.10, τελέσματα ITemple of Hibis 4.41 (I d.C.), PPetaus 17.30 (II d.C.), PN.York 20.14 (IV d.C.), cf. PCair.Isidor.103.14 (IV d.C.), τέλος Str.11.13.8, ζημία D.H.10.35, IG 22.1028.81 (I a.C.), LXX 1Es.8.24, D.S.12.21, Plu.Sol.23
subst. τὰ ἀργυρικά tributos pagados en dinero πράκτωρ ἀργυρικῶν BGU 15.1.13 (II d.C.), PLond.306.5 (II d.C.), PMil.Vogl.237.5 (III d.C.), cf. PLeit.5.5 (II d.C.), PWarren 7.13 (IV d.C.), PN.York 21.12 (III/IV d.C.).
3 referente al dinero λόγος ἀργυρικός estado de cuentas, balance, POxy.474.17, 33 (II d.C.), PFlor.77.7 (III d.C.).
4 que contiene dinero ἀργυρικόν γραμματεῖον cofre para el dinero Hsch.s.u. ἀργυροθήκη.
5 de plata δραχμαί PMil.Vogl.241.4 (II d.C.), [μνᾶ] anón. en POxy.3455.45.
II adv. -ῶς pecuniariamente ἢ ἀ. ἢ σωματικῶς κολασθήσεται IFayoum 75.17 (I d.C.).

Greek Monolingual

ἀργυρικός, -ή, -όν (Α) αργύριον
ο χρηματικός («ἀργυρική ζημία» — χρηματικό πρόστιμο).

Greek Monotonic

ἀργῠρικός: -ή, -όν (ἄργυρος), αυτός που προέρχεται ή προορίζεται να κοπεί σε ασήμι, ο χρηματικός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρικός: уплачиваемый серебром, денежный (ζημία Diod., Plut.).