σιγηλός

From LSJ
Revision as of 08:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑγηλός Medium diacritics: σιγηλός Low diacritics: σιγηλός Capitals: ΣΙΓΗΛΟΣ
Transliteration A: sigēlós Transliteration B: sigēlos Transliteration C: sigilos Beta Code: sighlo/s

English (LSJ)

ή, όν, Dor. σῑγᾱλός, όν, Pi.P.9.92:—

   A silent, Hp.Acut.65, S.Ph.741, Nicopho 27; disposed to silence, S.Tr.416; of animals, Arist.HA488a34; τὰ ἐκ ποδῶν σιγηλὰ σῴζοντες E.Ba.1049. Adv. -λῶς Poll.5.147.

German (Pape)

[Seite 878] dor. σιγαλός, bei Pind. P. 9, 92 zweier Endungen, σἰγαλὸς ἀμηχανία, schweigsam, still, ruhig; Soph. Trach. 416 Phil. 731; Eur. Suppl. 583 Bacch. 1047.

Greek (Liddell-Scott)

σῑγηλός: -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, όν, Πινδ. Π. 9. 163· - ὁ ἔχων διάθεσιν πρὸς σιωπήν, σιωπηλός, ἄφωνος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Σοφ. Τρ. 416, Φιλ. 741· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29· τὰ σιγηλά, σιωπή, Εὐρ. Βάκχ. 1049. - Ἐπίρρ. -λως, Πολυδ. Ε΄, 147.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
silencieux, taciturne.
Étymologie: σιγή.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σιγηλός, -ή, -όν, ΝΑ
βλ. σιγαλός.

Greek Monotonic

σῑγηλός: -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, -όν, αυτός που ρέπει στη σιωπή, σιωπηλός, άφωνος, σε Σοφ.· τὰ σιγηλά, σιωπή, ησυχία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σῑγηλός: дор. σῑγᾱλός 3
1) молчащий, безмолвный, молчаливый Pind., Soph., Eur.;
2) лишенный дара речи (τὰ ζῷα Arst.).