ἄχυρον

From LSJ
Revision as of 08:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχῠρον Medium diacritics: ἄχυρον Low diacritics: άχυρον Capitals: ΑΧΥΡΟΝ
Transliteration A: áchyron Transliteration B: achyron Transliteration C: achyron Beta Code: a)/xuron

English (LSJ)

[ᾰ], τό, mostly in pl. ἄχυρα,

   A chaff, bran, husks left after threshing or grinding, Hdt.4.72, Pherecr.161, Antiph.226.2, X. Oec.18.1; ἐν τοῖς ἀ. κυλινδομένην Hermipp.47: sg., Thphr.HP8.4.1, Ev.Matt.3.12, etc.: prov., ὄνος εἰς ἄχυρα 'pig in clover', of unexpected good fortune, Philem.188, cf. Ar.Fr.76: metaph., ἄχυρα τῶν ἀστῶν, of μέτοικοι, Id.Ach.508; ἄχυρα ἀπὸ τοῦ τοίχου ἀποσπᾶν, of dying persons, Hp.Prog.4.    II in pl., ἄ. χρυσοχοϊκά slag from gold-smelting, PHolm.5.7.

German (Pape)

[Seite 420] τό, gew. im plur., Her. 4, 72 u. Folgde, Spreu; ausgedroschene oder ausgemahlene Hülsen (Hacheln?), gew. im plur., Her. 4, 72 u. Xen.; τοὺς γὰρ μετοίκους ἄχυρα τῶν ἀστῶν λέγω Ar. Ach. 508; Matth. 3, 12; ὄνος βαδίζεις εἰς ἄχυρα τραγημάτων Philem. Ath. II, 52 e; cf. Diogen. 6, 91 u. ἀχυρών.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχυρον: [ἄ], τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἄχυρα, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Ἡρόδ. 4. 72, πρβλ. Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 14· ἐν τοῖς ἀχ. κυλινδουμένην Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2· ὁ ἑνικ. ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8. 4, 1, κτλ.· παροιμ. ὄνος εἰς ἄχυρα, ἐπὶ τῶν παρ’ ἐλπίδας εἰς ἀγαθὰ ἐμπιπτόντων καὶ τούτοις ἀπολαυστικῶς χρωμένων, Φώτ.· ― μεταφ. τοὺς γὰρ μετοίκους ἄχυρα τῶν ἀστῶν λέγω Ἀριστοφ. Ἀχ. 508· ἄχυρα ἀπὸ τοῦ τοίχου ἀποσπᾶν, ἐπὶ ἀποθνησκόντων ἀνθρώπων Ἱππ. Προγν. 38.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
paille, chaume.
Étymologie: DELG apparenté à ἄχνη.

Spanish (DGE)

(ἄχῡρον) -ου, τό

• Prosodia: [ᾰ-]
I paja καθήραντες ἐμπιπλᾶσι (τὴν κοιλίην) ἀχύρων a pers. y caballos en un rito funerario escita, Hdt.4.72, ἔχεις ἄχυρα καὶ χνοῦν Ar.Fr.78, τὴν κοτταβικὴν ἐν τοῖς ἀχύροισι κυλινδομένην Hermipp.47, χαλεπὸν γὰρ οἶμαι ... γίγνεται ἀντίον ἀχύρων καὶ ἀθέρων θερίζειν X.Oec.18.1, ἥδιον δὲ καὶ τὸ ἄχυρον τοῦ κριθίνου τὸ πύρινον Thphr.HP 8.4.1, cf. Eu.Matt.3.12, Χαιρήμων ἀχύρου πολλὸν ἐλαφρότερος AP 11.106 (Lucill.), βοῶν ... ἄχυρον ἐσθιόντων Longus 3.3.4, fig. ref. a algo sin valor σοὶ ταῦτα ... χρήματα, ἐμοὶ δὲ ἄχυρα Philostr.VA 1.39
como material de construcción en el adobe ἀπὸ τοῦ τοίχου ἄχυρα σπώσας arrancando las pajitas de la pared Hp.Prog.4, cf. Plb.1.19.13, Aen.Tact.29.6, 32.3, SB 9699.388 (I d.C.), PVatic.Aphrod.1.34 (VI d.C.)
en prov. ὄνος ... εἰς ἄχυρα ref. a una buena suerte inesperada, Philem.158.
2 salvado usado como alimento τὴν γαστέρ' ᾔων κἀχύρων σεσαγμένους Pherecr.172, τὸ δεῖπνόν ἐστιν μᾶζα κεχαρακωμένη ἀχύροις Antiph.226.2, cf. Polyaen.4.3.32, τιμὴ τοῦ ἀχύρου POxy.3404.14 (IV d.C.), cf. 3411.7 (IV d.C.), PAnt.200.6 (IV d.C.), ἀπετηταὶ ἀχύρου recaudadores del impuesto del salvado, PCair.Isidor.53.16 (IV d.C.), ἀχύρου λίτρας PN.York 11a.42, 53 (IV d.C.), fig. ἄχυρα τῶν ἀστῶν de los metecos, Ar.Ach.508
gener. cáscara o cascabillo διαχωρεῖ μὲν διὰ τὸ ἄχυρον τὸ ἔξω es laxante a causa de la cascara exterior ref. al sésamo, Hp.Vict.2.45, κάχρυς σὺν τοῖσιν ἀχύροισι Hp.Morb.2.67, cf. Theoc.10.49, Dieuch.14.15, Orib.4.8.2.
II residuos, escoria ἄχυρα χρυσοχοϊκά de la fundición del oro PHolm.19.

• Etimología: Tema en -r de la misma raíz *H2ekH3- de ἄχνη q.u., pero en grado ø *H2kH3- y ῠ, rel. c. lat. acus.

English (Strong)

perhaps remotely from cheo (to shed forth); chaff (as diffusive): chaff.

English (Thayer)

ἀχύρου, τό, "a stalk of grain from which the kernels have been beaten out; straw broken up by a threshing-machine, chaff": Herodotus 4,72; Xenophon, oec. 18. 1,2, 6 down; mostly in plural τά ἄχυρα; in Sept. also of the chaff accustomed to being driven away by the wind.)

Greek Monotonic

ἄχῠρον: [ᾰ], τό, κυρίως στον πληθ. ἄχυρα, τσόφλια, άχυρα, πίτουρα, σε Ηρόδ.· μεταφ., ἄχυρατῶν ἀστῶν, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἄχῠρον: (ᾰ) τό (преимущ. pl.) Her., Xen., Plut., Anth. = ἀύρμός.