εὐπαράγωγος
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
[ᾰγ], ον,
A easy to bring into place, ὀστέα Hp.Fract.6; flexible, αὐχήν Aret.SD1.8. II easy to lead by the nose, easy to lead astray, Ar.Eq.1115 (lyr.); ἐλπίς Pl.Ti.69d; credulous, νόσος Philostr.VA7.39. 2 Act., seductive, alluring, λόγος, πλάσματα, Ph.1.268, 2.481.
German (Pape)
[Seite 1086] leicht vorbei-, wegzuführen, z. B. ὀστέα εἰς κατόρθωσιν, leicht wieder in die richtige Lage zu bringen, Hippocr. u. Sp. Dah. leicht zu verführen, zu täuschen, Ar. Equ. 1115; ἐλπίς Plat. Tim. 69 d; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπαράγωγος: -ον, εὐκόλως φερόμενος εἴς τινα τόπον, ὀστέα Ἱππ. π. Ἀγμ. 755. ΙΙ. εὐκόλως παρασυρόμενος, ἀποπλανώμενος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1115, Πλάτ. Τίμ. 69D. 2) ἐνεργ., ἀπατηλός, δελεαστικός, Φίλων 2. 481.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 facile à remettre en place (os, membre, etc.);
2 facile à tromper;
II. qui séduit.
Étymologie: εὖ, παράγω.
Greek Monolingual
εὐπαράγωγος, -ον και εὐπαραγωγός, -όν (Α)
1. αυτός που μεταφέρεται εύκολα σε κάποιον τόπο, ο ευκολομετακίνητος
2. αυτός που παρασύρεται, που αποπλανάται εύκολα, ο ευκολοπάτητος
3. εύκαμπτος, ευλύγιστος
4. αυτός που απατά εύκολα, ο απατηλός
5. (κατ' επέκτ.) δελεαστικός, ελκυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «αυτός που μετακινείται εύκολα» < ευ + παρ-άγωγος
με τη σημασία «αυτός που παρασύρεται εύκολα» < ευ + παρ-αγωγός].
Greek Monotonic
εὐπαράγωγος: -ον (παράγω), αυτός που εύκολα παρασύρεται, παραστρατεί, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὐπαράγωγος: легко обманываемый, без труда вводимый в заблуждение (δῆμος Arph.; ἐλπίς Plat.).