συγκλονέω

From LSJ
Revision as of 08:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλονέω Medium diacritics: συγκλονέω Low diacritics: συγκλονέω Capitals: ΣΥΓΚΛΟΝΕΩ
Transliteration A: synklonéō Transliteration B: synkloneō Transliteration C: sygkloneo Beta Code: sugklone/w

English (LSJ)

   A dash together, confound utterly, συνεκλόνεον γὰρ ὀϊστοὶ [τοὺς Τρῶας] Il.13.722; νέας AP9.755; ἀκολασίη ψυχήν, ὥσπερ νῆα ἄνεμοι... σ. Eus.Mynd.12; τοὺς καρπούς EM378.48; of concussion of joints, Gal.7.185.

German (Pape)

[Seite 968] durch einander bewegen, rütteln, verwirren; συνεκλόνεον γὰρ ὀϊστοί, Il. 13, 722; νέας συγκλονέουσα Σκύλλα, Ep. ad. 275 (IX, 755).

Greek (Liddell-Scott)

συγκλονέω: ἐμβάλλω εἰς σύγχυσιν, συνταράσσω, κλονῶ ὁμοῦ, συνεκλόνεον γὰρ ὀϊστοὶ [τοὺς Τρῶας] Ἰλ. Ν. 722˙ νέας Ἀνθ. Π. 9˙ 755˙ ἀκολασίη ψυχήν, ὥσπερ νῆα ἄνεμοι..., σ. Εὐσ. παρὰ Στοβ. 79. 18˙ τοὺς καρποὺς Ἐτυμολ. Μέγ. 378. 48.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
jeter de la confusion, troubler, bouleverser.
Étymologie: σύν, κλονέω.

English (Autenrieth)

ipf. συνεκλόνεον: confound, Il. 13.722†.

Greek Monotonic

συγκλονέω: τινάζω μαζί, αναταράζω με δύναμη, συνταράζω, συγκλονίζω, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

συγκλονέω: приводить в смятение, повергать в замешательство (sc. τοὺς Τρῶας Hom.; νέας Anth.).