ἴλη

From LSJ
Revision as of 08:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴλη Medium diacritics: ἴλη Low diacritics: ίλη Capitals: ΙΛΗ
Transliteration A: ílē Transliteration B: ilē Transliteration C: ili Beta Code: i)/lh

English (LSJ)

[ῑ], Dor. ἴλᾱ (Boeot. ϝιλ- in ϝιλαρχίω), ἡ,

   A band, troop of men, Hdt.1.73,202; εὔφρονες ἶλαι merry companies, Pi.N.5.38; also ἴλα λεόντων E.Alc.581 (lyr.).    2 as a military term, troop of horse, prop. of sixty-four men, cf. Arr.Tact.18.2; but varying in number, Ascl.Tact.7.2;= Lat. turma, Plb.6.25.1, al., D.H.6.12, al., Plu.Caes. 45,al.; later,= Lat. ala, IGRom.3.272 (Galatia), BGU69 (ii A.D.), J. AJ17.10.9, etc.; κατὰ ἴλας,= ἰλαδόν, opp. κατὰ τάξεις, X.An.1.2.16: generally, troop or company of soldiers, S.Aj.1407 (anap.).    3 at Sparta, subdivision of the ἀγέλα (q.v.), X.Lac.2.11; κατ' ἴλην Plu. Lyc.16.

German (Pape)

[Seite 1251] ἡ (εἴλω, ἴλλω, vgl. εἴλη), eine zusammengedrängte Schaar, Rotte, Hause, von Menschen; Versammlung beim Gastmahle, Pind. N. 5, 38; μία δ' ἀνδρῶν ἴλη τὸν ὑπασπίδιον κόσμον φερέτω Soph. Ai. 1386; bes. von den Abtheilungen der Soldaten, κατ' ἴλας πορεύεσθαι Xen. Cyr. 6, 2, 36; τεταγμένοι κατ' ἴλας καὶ κατὰ τάξεις An. 1, 2, 16; bes. in Lacedämon, Lac. 2, 11 Plut. Lyc. 2. 16 u. öfter; eine Reiterabtheilung von 128 Mann, Aen. Tact. 43. Von Thieren, λεόντων Eur. Alc. 580; κατ' ἴλας, heerdenweise, Ael. N. A. 1, 46.

Greek (Liddell-Scott)

ἴλη: ῑ, Δωρ. ἴλα, Ἰων. εἴλη, ἡ, (ἴλλω, εἴλω): - πλῆθος, ὁμὰς ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 1. 73. 202· εὔφρονες ἶλαι, εὔθυμοι ὅμιλοι, Πινδ. Ν. 5. 70· ὡσαύτως, ἴλη λεόντων Εὐρ. Ἄλκ. 581. 2) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἴλη ἱππικοῦ, Λατ. turma, ala, κυρίως ἐξ 64 ἀνδρῶν· κατ’ ἴλας κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ κατὰ τάξεις: οἱ δὲ παρήλαυνον τεταγμένοι κατ’ ἴλας καὶ κατὰ τάξεις Ξεν. Ἀν. 1. 2, 16· καθόλου, στράτευμα, ὅμιλος (στρατιωτῶν), Σοφ. Αἴ. 1407. 3) ἐν Σπάρτῃ, διαίρεσίς τις τῶν νέων, Ξεν. Λακ. 2. 11· κατ’ ἴλην Πλουτ. Λυκοῦργ. 16., 2. 237Β· πρβλ. Müller Dor. 4. 5. 2. (περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε εἴλω ἐν τέλ.).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
troupe :
1 troupe d’animaux : κατ’ ἴλας ÉL par troupes;
2 t. milit. troupe ou compagnie de soldats : κατ’ ἴλας, par compagnies;
3 à Sparte section de jeunes gens : κατ’ ἴλην PLUT en section.
Étymologie: R. ϜελϜ, enrouler, pelotonner ; cf. lat. volvo ; v. ἴλλω et εἴλη ; pour le sens, cf. franç. peloton.

Greek Monotonic

ἴλη: [ῑ], Δωρ. ἴλα, Ιων. εἴλη, ἡ (ἴλλω, εἴλω
1. πλήθος, ομάδα, τάγμα ανδρών, σε Ηρόδ., Σοφ.· εὔφρονες ἶλαι, εύθυμες συντροφιές, φαιδροί όμιλοι, σε Πίνδ.· επίσης, ἴλη λεόντων, σε Ευρ.
2. ως στρατιωτικός όρος, ίλη ιππικού, Λατ. turma, ala, κατ' ἴλας = ἰλαδόν, σε αντιδιαστολή προς το κατὰ τάξεις, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἴλη: дор. ἴλᾱ, ион. εἴλη (ῑ) ἡ
1) группа (ἀνδρῶν Soph.); (небольшое) общество, компания (εὔφρονες ἶλαι Pind.);
2) стая (λεόντων Eur.);
3) воен. (тж. ἴ. ἱππέων Plut.) ила, отряд (преимущ. конный, численностью ок. 60 человек) (τεταγμένοι κατὰ ἴλας καὶ κατὰ τάξεις Xen.);
4) (в Спарте) ила, отряд спартанской молодежи Xen., Plut.