προμνάομαι

From LSJ
Revision as of 10:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμνάομαι Medium diacritics: προμνάομαι Low diacritics: προμνάομαι Capitals: ΠΡΟΜΝΑΟΜΑΙ
Transliteration A: promnáomai Transliteration B: promnaomai Transliteration C: promnaomai Beta Code: promna/omai

English (LSJ)

   A woo or court for another, Pl.Tht.150a; τινί τινα Luc. Herod.6; ἡ προμνησαμένη, = προμνήστρια, X.Mem.2.6.36: metaph., Pl.Tht.151b; προμνᾶταί τί μοι γνώμα my mind woos me to hope, c. inf., S.OC1075: c. dat., woo themes for others, Pl.Mx.239c.    2 generally, endeavour to obtain, solicit, τοιαυ-τα π. ἑκάστῳ προσιών X. An.7.3.18; π. αὐτῷ Κιλικίαν solicit it for him, Plu.Luc.6; κωφότητα π. Id.2.38b.

German (Pape)

[Seite 734] für Einen werben; Plat. Theaet. 150 a 151 b; Xen. Mem. 2, 6, 36; auch anempfehlen, rathen, προμνώμενον ἄλλοις ἐς ᾠδὰς αὐτὰ θεῖναι, Plat. Menex. 239 c; so Xen. An. 7, 3, 18, wo es noch die Nebenbedeutung hat »Geschenke zu erhalten suchen«; vgl. Mem. 2, 6, 36. – Bei Soph. O. C. 1077, προμνᾶταί τί μοι γνώμα, meine Seele ahnet Etwas.

Greek (Liddell-Scott)

προμνάομαι: ἀποθ., προξενῶ, προξενεύω εἰς γάμον, προμνησαμένη τῷ Ἀετίωνι τήν... θυγατέρα Λουκ. Ἡρόδ. 6· ἡ προμνησαμένη, = προμνήστρια, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 36· καὶ μεταφορ., Πλάτ. Θεαίτ. 150Α, 151Β. 2) συνιστῶ, συμβουλεύω, τοιαῦτα προὐμνᾶτο ἑκάστῳ προσιών, προσερχόμενος συνίστα εἰς ἕκαστον νὰ πράξῃ τοιαῦτα, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 18· εὐθὺς εἶχε τὸν Κέθηγον ἐπαινέτην καὶ προμνώμενον τὴν Κιλικίαν, καὶ προσπαθοῦντα νὰ προμηθεύσῃ εἰς αὐτὸν τὴν ἐπαρχίαν τῆς Κιλικίας (εἰς ἣν ἤθελε νὰ ἀποσταλῇ ὁ Λούκουλλος), Πλουτ. Λούκουλλ. 6· κωφότητα πρ. ὁ αὐτ. 2. 38Β· ― πρ. τινι ποιεῖν, προσπαθῶ νὰ καταπείσω τινὰ νὰ πράξῃ τι, Πλάτ. Μενέξ. 239C. ΙΙ. προμνᾶταί τί μοι γνώμα, ὁ νοῦς μου προβλέπει τι, Σοφ. Ο. Κ. 1074.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 faire mention d’avance ; avertir : προμνᾶταί τί μοι γνώμα SOPH j’ai un pressentiment, litt. mon esprit m’avertit de qch;
2 rechercher en mariage pour qqn : κόρην τινί LUC s’entremettre pour marier une jeune fille avec qqn, négocier le mariage d’une jeune fille ; abs. ἡ προμνησαμένη XÉN c. προμνήστρια;
3 p. ext. chercher à obtenir pour un autre : τινί τι qch pour qqn.
Étymologie: πρό, μνάομαι.

Greek Monotonic

προμνάομαι: αποθ.,
I. 1. ζητώ σε γάμο, ερωτοτροπώ για λογαριασμό κάποιου, ἡ προμνησαμένη = προμνήστρια, σε Ξεν.
2. γενικά, ζητώ, στον ίδ., σε Πλούτ.
II. προμνᾶταί τί μοι γνώμα, το μυαλό μου προβλέπει κάτι, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-μνάομαι voor iem. anders naar iemands hand dingen bemiddelen bij een huwelijk; ptc. subst..; ἡ προμνησαμένη bemiddelaarster, koppelaarster Xen. Mem. 2.6.36; overdr.. προμνᾶταί τί μοι γνώμα (+ inf. ) mijn geest laat mij vermoeden dat... Soph. OC 1075; π. ἄλλοις ἐς ᾠδάς... αὐτὰ θεῖναι (thema’s) te werven voor anderen om ze in gezangen onder te brengen Plat. Menex. 239c. proberen te krijgen (voor iemand anders ):. τοιαῦτα προὐμνᾶτο ἑκάστῳ προσίων zo wierf hij voor hem door ieder apart te benaderen Xen. An. 7.3.18; π. αὐτῷ Κιλικίαν voor hem Cilicië trachten te krijgen Plut. Luc. 6.4.