στροφαῖος

From LSJ
Revision as of 11:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροφαῖος Medium diacritics: στροφαῖος Low diacritics: στροφαίος Capitals: ΣΤΡΟΦΑΙΟΣ
Transliteration A: strophaîos Transliteration B: strophaios Transliteration C: strofaios Beta Code: strofai=os

English (LSJ)

α, ον, (

   A στροφεύς 11) epith. of Hermes, standing as porter at the door-hinges, Ar.Pl.1153, with a play on the etymol. meaning, twisty, shifty, v. Sch.ad loc.

German (Pape)

[Seite 956] ὁ, Beiwort des Hermes, der als Thürsteher neben den Thürangeln steht, Ar. Plut. 1153, wo der Schol. auch erklärt ἐπὶ ἀποτροπ ῇ τῶν ἄλλων κλεπτῶν u. hinzufügt ἅμα δὲ παρὰ τὸ στρέφειν τὰ πράγματα, als gleichbedeutend mit π ανοῦργος, ὁ εἰδὼς συμπλέκειν καὶ στρέφειν λόγους καὶ μηχανάς; so giebt es bei Ar. Veranlassung zu einem Wortspiele. Bei den Erythräern hieß die Artemis στροφαία, Ath. VI, 259 b.

Greek (Liddell-Scott)

στροφαῖος: -α, -ον, (στροφεὺς ΙΙ) ἐπίθετον τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ ἱστάμενος ὡς θυρωρὸς κατὰ τοὺς στροφεῖς τῆς θύρας, Ἀριστοφ. Πλ. 1153, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς ἐτυμολογ. σημασίας, εὐκόλως στρεφόμενος, πανοῦργος, ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ· ὡσαύτως στρεψαῖος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 174, - ὅπερ ἕτεροι θεωροῦσαν ὡς κύρ. ὄνομα.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui préside aux gonds, càd gardien des portes (Hermès).
Étymologie: στροφή.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στροφέα της θύρας
2. (ως προσωνυμία του Ερμού) αυτός που στέκεται ως θυρωρός στους στροφείς της πόρτας, ο προστάτης της θύρας
3. μτφ. (για πρόσ.) εύστροφος, πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στροφή + κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

στροφαῖος: -α, -ον (στροφεύς), επίθ. του Ερμή, αυτός που στέκεται ως θυρωρός στις στρόφιγγες της πόρτας· με λογοπαίγνιο στη σημασία, ευκίνητος, πανούργος, δόλιος (στρέφω), σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στροφαῖος -α -ον [στροφή] van de deur(spil); die de deur bewaakt, epit. van Hermes.