προσεμβαίνω

From LSJ
Revision as of 11:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεμβαίνω Medium diacritics: προσεμβαίνω Low diacritics: προσεμβαίνω Capitals: ΠΡΟΣΕΜΒΑΙΝΩ
Transliteration A: prosembaínō Transliteration B: prosembainō Transliteration C: prosemvaino Beta Code: prosembai/nw

English (LSJ)

   A step upon, trample on, οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί σε χρή; S.Aj.1348.    II step into, enter, εἴς τι Dsc.5.11.

German (Pape)

[Seite 759] (s. βαίνω), noch dazu hineinsteigen, hineingehen; – übertr., noch dazu mit Füßen treten, schimpflich behandeln, wie insultare, θανόντι, Soph. Ai. 1327.

Greek (Liddell-Scott)

προσεμβαίνω: πατῶ ἐπί τινος, καταπατῶ, λατ. insultare, οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί σε χρή; Σοφ. Αἴ. 1348. ΙΙ. ἐμβαίνω εἰς, εἰσέρχομαι, εἴς τι Διοσκ. 5. 19.

French (Bailly abrégé)

marcher en outre sur, càd fouler en outre aux pieds, τινι.
Étymologie: πρός, ἐμβαίνω.

Greek Monolingual

Α ἐμβαίνω
1. πατώ πάνω σε κάτι, ποδοπατώ, καταπατώ επιπροσθέτως
2. εισέρχομαι κάπου («εἰ προσεμβαίνει τις εἰς θερμόν αὐτό, ὠφελεῑ», Διοσκ.)
3. μτφ. χλευάζω, προσβάλλω επιπροσθέτως («οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί με χρή», Σοφ.).

Greek Monotonic

προσεμβαίνω: πατώ πάνω σε κάποιον, καταπατώ, τινί, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-εμβαίνω ook nog vertrappen, met dat.