συναπολάμπω

From LSJ
Revision as of 11:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπολάμπω Medium diacritics: συναπολάμπω Low diacritics: συναπολάμπω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΛΑΜΠΩ
Transliteration A: synapolámpō Transliteration B: synapolampō Transliteration C: synapolampo Beta Code: sunapola/mpw

English (LSJ)

   A shine forth together, τινι Luc.Dom.7; μετά τινος Id.Gall.13.

German (Pape)

[Seite 1002] mit od. zugleich glänzen, Luc. gall. 13.

Greek (Liddell-Scott)

συναπολάμπω: ἀπολάμπω, ἐκπέμπω ὁμοῦ λάμψιν, τὴν ὠλένην στιλπνοτέραν φαίνεσθαι συναπολάμπουσαν τῷ χρυσῷ Λουκ. π. Οἴκ. 7· μετά τινος ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 13.

French (Bailly abrégé)

briller avec ou en même temps que, τινι.
Étymologie: σύν, ἀπολάμπω.

Greek Monolingual

Α
εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπολάμπω «ακτινοβολώ»].

Greek Monolingual

Α
εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπολάμπω «ακτινοβολώ»].

Greek Monotonic

συναπολάμπω: μέλ. -ψω, λάμπω, εκπέμπω λάμψη από κοινού, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-απολάμπω samen blinken, samen stralen, met dat., met μετά + gen. met.