ἱεροσυλία

From LSJ
Revision as of 12:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροσῡλία Medium diacritics: ἱεροσυλία Low diacritics: ιεροσυλία Capitals: ΙΕΡΟΣΥΛΙΑ
Transliteration A: hierosylía Transliteration B: hierosylia Transliteration C: ierosylia Beta Code: i(erosuli/a

English (LSJ)

ἡ,= foreg., X.Ap.25, SIG1017.18 (Sinope, iii B.C.), etc.: pl., Pl.R.443a.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροσῡλία: ἡ, = τῷ προηγ., Ξεν. Ἀπολ. 25, Πλάτ. Πολ. 443Α, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pillage d’un sanctuaire.
Étymologie: ἱερόσυλος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἱεροσυλία) ιερόσυλος
διαρπαγή ή κλοπή ιερών σκευών και αναθημάτων ναού, σκύλευση
νεοελλ.
μτφ. ανοσιούργημα, μεγάλη ανευλάβεια, ασεβής πράξη.

Greek Monotonic

ἱεροσῡλία: ἡ, βεβήλωση ιερού, σύληση ναού, ιεροσυλία, σε Ξεν., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροσῡλία: ἡ ограбление храма, кража священной утвари Xen., Plat., Arst., Dem., Plut.