θάρσυνος
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
ον,= θαρσαλέος, Il.16.70: c. dat.,
A relying on a thing, οἰωνῷ 13.823.
German (Pape)
[Seite 1187] poet. = θαρσαλέος, Il. 16, 70, οἰωνῷ, sich darauf verlassend, 13, 823.
Greek (Liddell-Scott)
θάρσῠνος: -ον, = θαρσαλέος, Ἰλ. Π. 70· μετὰ δοτ., ἔχων πεποίθησιν εἴς τι, πεποιθώς, οἰωνῷ Ν. 823.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
plein de confiance en, τινι.
Étymologie: θάρσος.
English (Autenrieth)
confident, relying upon (τινί), Il. 13.823.
Greek Monolingual
θάρσυνος, -ον (Α)
1. θαρραλέος («Τρώων δέ πόλις ἐπί πᾱσα βέβηκε θάρσυνος», Ομ. Ιλ.)
2. (με δοτ.) αυτός που έχει πεποίθηση, που έχει εμπιστοσύνη σε κάτι («ἴαχε λαός Ἀχαιῶν θάρσυνος οίωνῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαρσύνω, υποχωρητ.].
Greek Monotonic
θάρσῠνος: -ον, = θαρσαλέος, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., έχω πίστη, εμπιστοσύνη σε κάτι, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
θάρσῠνος: 1) проникнутый уверенностью, доверяющий, твердо верящий (οἰωνῷ Hom.);
2) самоуверенный или легковерный, по друг. отважный или дерзкий (Τρώων πόλις Hom.).