πήρωσις
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
εως, ἡ,
A maiming, disabling in the limbs or senses, γῆρας ὁλόκληρός ἐστι π. Democr.296, cf. Arist.EN1131a9 : freq. in pl., Hp.Art.61, Pl.Lg. 874e, 925e, Arist.EN1148b17 ; νόσοι καὶ πηρώσεις ib.1145a31 ; πήρωσις τῶν ὀφθαλμῶν Plu.2.633c, Luc.DMar.2.4 (abs., blindness, Dsc.2.180, Plu.2.791d, Luc.Dom.29) ; ἀκοῆς Plu.2.167c : generally, π. τινὸς αἰσθήσιος Aret.SD1.4; π. ψυχῆς Man.4.518 ; of plants, Thphr.HP2.4.3, 4.14.8 (pl.).
German (Pape)
[Seite 611] ἡ, die Beschädigung, Verstümmelung an den Gliedern und Sinnenwerkzeugen; ἐκ τραυμάτων, Plat. Legg. IX, 874 e; σωμάτων νοσήματα καὶ πηρώσεις, XI, 925 e; Arist. u. Sp., bes. Blindheit, Luc. dom. 29; ὀφθαλμῶν, D. Mar. 2, 4.
Greek (Liddell-Scott)
πήρωσις: ἡ, βλάβη μέρους τινὸς τοῦ σώματος ἢ τῶν αἰσθήσεων, ἀτέλεια, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827, Πλάτ. Νόμ. 874Ε, 925Ε, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 2, 13, κτλ.· π. τῶν ὀφθαλμῶν Πλούτ. 2. 633C, Λουκ. Ἐναλ. Διάλ. 2. 4· (καὶ ἀπολ., τύφλωσις, Πλούτ. 2. 791D, Λουκ. π. Οἴκ. 29)· τῆς ἀκοῆς Πλούτ. 2. 167C· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 1, 3., 7. 5, 1. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, Κράτης ἐν «Θηβ.» 1. 7.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
privation de l’usage d’un membre ou d’un sens ; cécité.
Étymologie: πηρόω.
Greek Monotonic
πήρωσις: ἡ, ακρωτηριασμός, σακάτεμα, ατέλεια, σε Πλάτ. κ.λπ.· τύφλωση, τυφλότητα, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πήρωσις -εως, ἡ [πηρόω] het verminken, verminking, verwonding:; γῆρας ὁλόκληρός ἐστι πήρωσις ouderdom is een verminking van het hele lichaam Democr. B 296; τοῦ σκέλους π. handicap van zijn been Plut. Ages. 2.3; meestal plur..; πηρώσεις ἐκ τραυμάτων verminkingen ten gevolge van verwondingen Plat. Lg. 874e; spec..; π. τῶν ὀφθαλμῶν het blind maken van de ogen Luc. 78.2.4; abs. blindheid. Plut. Tim. 37.9.