πρατός

From LSJ
Revision as of 13:17, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾱτός Medium diacritics: πρατός Low diacritics: πρατός Capitals: ΠΡΑΤΟΣ
Transliteration A: pratós Transliteration B: pratos Transliteration C: pratos Beta Code: prato/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A for sale, πρατόν νιν ἐξέπεμψεν S.Tr.276, cf. Test.Epict.7.11, POxy.1117.24 (ii A. D.). PGnom.190, 193 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 696] adj. verb. von πιπράσκω, verkauft, Soph. Trach. 275.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., πράσιμος, πρὸς πώλησιν, πρατόν νιν ἐξέπεμψεν, ὅπως πωληθῇ, (προληπτ.), Σοφ. Τρ. 276.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
vendu.
Étymologie: adj. verb. de πιπράσκω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που είναι προς πώληση, πράσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ- του πέρνημι (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πι-πρᾱ-σκω) + επίθημα -τος].

Greek Monotonic

πρᾱτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του πιπράσκω, αυτός που μπορεί να πωληθεί, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρατός -ή -όν [πιπράσκω] ter verkoop, te koop.