αὐλῶπις
Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau
English (LSJ)
ιδος, ἡ, (ὤψ) in Il. always epith. of τρυφάλεια, helmet
A with a tube-like opening between the cheek-pieces (acc. to Sch. with a tube (αὐλός) to hold the λόφος), Il.5.182, al.; λόγχη with a socket to hold the shaft, S.Fr.1027; περικεφαλαία conical, Ath.5.189c, cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλῶπις: -ιδος, ἡ, (ὢψ), ἐν Ἰλ. αείποτε, αὐλῶπις τρυφάλεια - κατὰ τὸν Ἡσύχ. «εἶδος περικεφαλαίας, παραμήκεις ἐχούσης τὰς τῶν ὀφθαλμῶν (ὀπὰς) καὶ εἰς ὀξὺ ληγούσης· οἱ δὲ ἐκτεταμένον ἔχουσα τὸν λόφον», ἀλλὰ κατὰ τὸν Σχολ. ἐσήμαινεν αὐλὸν εἰς ὃν προσηρμόζετο ὁ λόφος, αὐλωπίδί τε τρυφαλείῃ, «αὐλίσκον ἐχούσῃ, καθ’ οὗ πήγνυται ὁ λόφος» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 182, κτλ.· ὁ δὲ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 851) μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ λόγχης «αὐλῶπιν· αὐλοὺς ἔχουσαν, Σοφοκλῆς δὲ τὴν λόγχην τὴν μακρὰν αὐλῶπιν εἶπεν» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
percée de trous pour les yeux (ép. d’une visière de casque), ou plutôt, munie d’un tube (pour recevoir l’aigrette).
Étymologie: αὐλός, ὤψ.
English (Autenrieth)
ιδος (αὐλός): with upright tube, to receive the plume of a helmet, Il. 5.182. (Il.) (See cuts 16, 17.)
Spanish (DGE)
-ιδος, ἡ
• Morfología: [ac. -ῶπιν S.Fr.1027, Ath.189c]
la que termina en tubo epít. de τρυφάλεια Il.5.182, 11.353, 13.530, 16.795
•como n. común yelmo rematado en forma de tubo Ath.l.c., Hsch.
•ref. a la lanza larga o de largo tubo S.l.c.
Greek Monolingual
αὐλῶπις, η (Α)
1. «αὐλῶπις τρυφάλεια» (Όμηρος)
περικεφαλαία με σωληνοειδή υποδοχή απ' όπου βγαίνει το λοφίο ή με στενή σχισμή για τα μάτια
2. «αὐλῶπις λόγχη» — η λόγχη που έχει αυλάκια από τις δύο μεριές της (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + -ωπις, θηλ. του -ωπος. Η σημασία της λ. είναι πολύ αμφίβολη. Μπορεί να σημαίνει «την προεκτεταμένη σωληνοειδή υποδοχή απ' όπου βγαίνει το λοφίο», «(περικεφαλαία) με τέσσερα άκρα», όταν προσδιορίζει το ουσ. τρυφάλεια, «(περικεφαλαία) με στενό γείσο» ή ακόμη «(περικεφαλαία) με στενή σχισμή για τα μάτια», όπου το β' συνθετικό -ωπις παίζει ουσιαστικό ρόλο για τη σημασία (πρβλ. όπ-ωπ-α, ο- οπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»)].
Greek Monotonic
αὐλῶπις: -ίδος, ἡ (ὤψ), λέγεται για περικεφαλαία, με οπές μπροστά ώστε να προσαρμόζεται ο λόφος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
αὐλῶπις: ιδος adj. f с трубкообразным шишом (для гребня или султана) (τουφάλεια Hom.).