κύπειρος
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, = foreg., h.Merc.107, Ar.Ra.243 (lyr.), Pherecr. 109, Thphr.HP1.8.1, and 10.5, Theoc.1.106.
German (Pape)
[Seite 1534] ὁ, ion. κύπερος (s. unten), bei Diosc. auch ἡ, eine Wasser- oder Wiesenpflanze, H. h. Men, 107; mit einer gewürzhaften Wurzel, Theophr.; neben φλέως, Ar. Ran. 243; Theocr. 1, 106. 5, 45. Vgl. κυπειρίς.
Greek (Liddell-Scott)
κύπειρος: ῠ, ὁ, φυτόν τι ἑλῶδες ὡς τὸ κύπειρον, Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 107, Ἀριστοφ. Βάτρ. 243, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1, Θεόκρ. 1. 106, κτλ. ΙΙ. ἕτερον εἶδος αὐτοῦ φαίνεται ὅτι ἦτο τὸ βροῦλον, καὶ ἄλλο εἶδος τὸ gladiolus, Schneid. Πίνακ. εἰς Θεόφρ.· πρβλ. ὡσαύτως κύπερος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
souchet, plante.
Étymologie: DELG emprunt probable.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κύπειρος: [ῠ], ὁ, = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύπειρος -ου, ὁ, Ion. κύπερος, cypergras.
Russian (Dvoretsky)
κύπειρος: (ῠ) ὁ HH, Theocr. = κύπειρον.