ἀπαρκέω

From LSJ
Revision as of 15:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαρκέω Medium diacritics: ἀπαρκέω Low diacritics: απαρκέω Capitals: ΑΠΑΡΚΕΩ
Transliteration A: aparkéō Transliteration B: aparkeō Transliteration C: aparkeo Beta Code: a)parke/w

English (LSJ)

   A suffice, be sufficient, Sol.5 (ap.Arist.Ath.12.1), A.Pers. 474, S.OC1769(lyr.), E.Fr.892; πρός τι S.E.P.1.185: abs., οὐκ ἀπήρκει it was not enough, Ar.Fr.457, cf. D.H.11.1.    II to be contented, acquiesce, ὥστ' ἀπαρκεῖν A.Ag.379 (lyr.):—Pass., Cerc.18 ii 13, Lyc. 1302.

German (Pape)

[Seite 280] (s. ἀρκέω), 1) hinreichen, Aesch. Pers. 466; Soph. O. C. 1766; οὐκ ἀπήρκει, = οὐκ ἀπέχρη, Ar. bei Moeris. – 2) sich begnügen, Aesch. Ag. 369; Lycophr. 1302 braucht so ἀπηρκέσθησαν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρκέω: μέλλ. -έσω, ἀρκῶ, εἶμαι ἀρκετός, κοὐκ ἀπήρκεσαν οὓς πρόσθε Μαραθὼν ἀπώλεσεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 474, ταῦτ’ ἂν ἀπαρκοῖ Σοφ. Ο. Κ. 1769, Εὐρ. Ἀποσπ. 784, τινὶ Διον. Ἁλ. 11. 1· πρός τι Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 185· οὐκ ἀπήρκει, δὲν ἦτο ἀρκετόν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 395. ΙΙ. εἶμαι εὐχαριστημένος, συναινῶ, συγκατατίθεμαι, ὥστ’ ἀπαρκεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 379· οὕτως ἐν τῷ παθ., οὐδ’ οἵ γ’ ἀπηρκέσθησαν ἀντ’ ἴσων ἴσα λαβόντες Λυκόφρ. 1302· ἀντὶ τοῦ ἐπαρκέω, ἐλθεῖν ἐδεῖτο καὶ ζάλην ἀπαρκέσαι Ἰω. Δαμασκ. τ. 1. σ. 674D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀπαρκέσω, ao. ἀπήρκεσα, pf. inus.
1 suffire;
2 se contenter de.
Étymologie: ἀπό, ἀρκέω.

Spanish (DGE)

1 bastar, ser suficiente δήμῳ μὲν γὰρ ἔδωκα τόσον γέρας, ὅσσον ἀπαρκεῖ pues dí al pueblo tanto honor como le basta Sol.5.1, κοὐκ ἀπήρκεσαν οὓς ... ἀπώλεσεν A.Pers.474, cf. S.OC 1769, ὥστ' ἀπαρκεῖν ... λαχόντι A.A.379, οὐ πρὸς τὴν ἁπάν[των ὑπερ] οχήν ἀ. Phld.Rh.p.209Aur., cf. Philostr.VA 1.16
c. inf. ἀπήρκει ἂν τῇ προειρημένῃ περιόδῳ χρωμένους συμφωνεῖν Gem.8.36, cf. S.E.P.1.185
οὐκ ἀπαρκεῖ no basta, no es suficiente E.Fr.892, cf. Ar.Fr.457, D.H.11.1.
2 en v. med. bastarle a uno, estar satisfecho, contentarse ἀπ(α)ρ[κ] εῦμαι Cerc.p.234.79, cf. Lyc.1302, BGU 648.16 (II d.C.).

Greek Monotonic

ἀπαρκέω: μέλ. -έσω·
I. επαρκώ, είμαι αρκετός, σε Τραγ.
II. μένω ικανοποιημένος, συγκατατίθεμαι, συναινώ, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαρκέω: 1) быть достаточным, хватать (Aesch., Soph., Arph.; πρός τι Sext.);
2) довольствоваться, удовлетворяться Aesch.