ἀγριέλαιος
English (LSJ)
ον, = foreg.,
A σκυτάλη AP9.237 (Erycius). II as Subst., = ἀγριελαία, Theoc. 7.18, Thphr.HP2.2.5, Ep.Rom.11.17, etc.
German (Pape)
[Seite 23] ἡ, wilder Oelbaum, Theocr. 7, 18. 25, 21; Theophr. – Auch adj., σκυτάλη, vom wilden Oelbaum, Eryc. 4 (IX, 237).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγριέλαιος: -ον, ἐπὶ τῆς ἀγρίας ἐλαίας, Ἀνθ. Π. 9. 237. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = ἀγριελαία, Θεόκρ. 7. 18, Θεόφρ. Ἱ. Φ, 2. 3, 5, Ἐπιστ. π. Ῥωμ. ια΄, 17. - Περὶ μεταγενεστέρων τοιούτων τύπων, ὡς ἀγριο-βάλανος, κτλ., ἴδε Λοβ. Φρύν. 382.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’olivier sauvage ; subst. ἡ ἀγριέλαιος olivier sauvage, oléastre.
Étymologie: ἄγριος, ἐλαία.
Ant. καλλιέλαιος.
Syn. ἔλαιος, κότινος, πυρκαϊά, φυλία.
Spanish (DGE)
-ον
1 de acebuche σκυτάλη AP 9.237 (Ericius).
2 subst. ὁ, ἡ bot. acebuche, Olea europaea var. sylvestris Brot., Theoc.7.18, Thphr.HP 2.2.5, PCair.Zen.184.7 (III a.C.), Moer.κ.57, Archig. en Gal.12.974, Sch.A.R.2.32-34b
•fig. op. καλλιέλαιος de los paganos Ep.Rom.11.24, Clem.Al.Strom.6.15.118, cf. Ep.Rom.11.17.
English (Abbott-Smith)
- ἀγριέλαιος, -ον
1.of the wild olive (Anth.).
2.As subst., the wild olive: Ro 11:17, 24 (CGT, in 1.; MM, VGT, s.v.). †
English (Strong)
from ἄγριος and ἐλαία; an oleaster: olive tree (which is) wild.
English (Thayer)
(ἄγριος and ἔλαιος or ἐλαία, like ἀγριάμπελος);
1. of or belonging to the oleaster, or wild olive (σκυτάλην ἀγριέλαιον, Anthol. 9,237, 4; (cf. Lob. Paralip., p. 376)); spoken of a scion, ἡ ἀγριέλαιος the oleaster, the wild olive; (opposed to καλλιέλαιος (cf. Aristotle, plant. 1,6)), also called by the Greeks κότινος, Romans , vol. ii. 495ff (See B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Olive, and Tristram, Nat. Hist. of the Bible, under the word Olive. The latter says, p. 377, 'the wild olive must not he confounded with the Oleaster or Oil-tree'.)
Greek Monotonic
ἀγριέλαιος: -ον (ἐλαία),
I. λέγεται για την άγρια ελιά, σε Ανθ.
II. ως ουσ., αγριελιά, Λατ. oleaster, σε Θεόκρ., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγριέλαιος: I 2 сделанный из дикой маслины (σκυτάλη Anth.).
II ἡ дикая маслина Theocr.