ἀκροκνέφαιος

From LSJ
Revision as of 15:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροκνέφαιος Medium diacritics: ἀκροκνέφαιος Low diacritics: ακροκνέφαιος Capitals: ΑΚΡΟΚΝΕΦΑΙΟΣ
Transliteration A: akroknéphaios Transliteration B: akroknephaios Transliteration C: akroknefaios Beta Code: a)krokne/faios

English (LSJ)

ον,

   A at beginning of night, in twilight, Hes.Op.567:—also ἀκρο-κνεφής, ές, of morning twilight, Luc.Lex.11, Id.Rh.Pr.17; cf. ἀκρόκνεφα· πρὸς ὄρθρον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 83] mit Anfang der Dämmerung, Hes. op. 567 ἐπιτέλλεται Ἀρκτοῦρος, vom Spätaufgange des Arktur.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροκνέφαιος: -ον, ὁ ἐν τῇ ἀρχῇ τῆς νυκτός, κατὰ τὰ σουρπώματα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 565˙ οὕτω καὶ ἀκροκνεφής, ές, Λουκ. Ρητ. διδ. 10, Λεξίφ. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἀκροκνεφής.

Spanish (DGE)

-ον
anochecido, vespertino, crepuscular, Ἀρκτοῦρος ... ἐπιτέλλεται ἀ. Hes.Op.567, cf. Sch.Ar.Ach.142.

Greek Monolingual

ἀκροκνέφαιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται ή συντελείται κατά τη νύχτα, το σούρουπο, μόλις αρχίζει να σκοτεινιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + κνεφαῖος < κνέφας «σκότος»].

Greek Monotonic

ἀκροκνέφαιος: -ον (κνέφας), στην αρχή της νύχτας, στο λυκόφως ή σούρουπο, σε Ησίοδ.· ομοίως και, ἀκρο-κνεφής, -ές, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροκνέφαιος: появляющийся с наступлением сумерек (Ἀρκτοῦρος Hes.).