ἀρχέκακος

From LSJ
Revision as of 17:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχέκᾰκος Medium diacritics: ἀρχέκακος Low diacritics: αρχέκακος Capitals: ΑΡΧΕΚΑΚΟΣ
Transliteration A: archékakos Transliteration B: archekakos Transliteration C: archekakos Beta Code: a)rxe/kakos

English (LSJ)

ον,

   A beginning mischief, Il.5.63, Plu.2.861a, Hld.1.9, Ph.1.359, al., Porph.Chr.49.22.

German (Pape)

[Seite 365] unheilstiftend, Il. 5, 63; Coluth. 9; Heliod. 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχέκᾰκος: -ον, ὁ πρωταίτιος τοῦ κακοῦ, ὃς καὶ Ἀλεξάνδρῳ τεκτήνατο νῆας ἐΐσας ἀρχεκάκους, «ἀρχὴν τῶν κακῶν παρασχούσας» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 63, Πλούτ. 2. 861Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
principe de mal, source de mal.
Étymologie: ἄρχω, κακός.

English (Autenrieth)

beginning mischief, Il. 5.63†.

Spanish (DGE)

(ἀρχέκᾰκος) -ον
que es el origen del mal νῆας ... ἀρχεκάκους, αἳ πᾶσι κακὸν Τρώεσσι γένοντο Il.5.63, (ναῦς) ἀρχεκάκους τολμήσας (sc. Heródoto) προσειπεῖν Plu.2.861b, cf. Colluth.9, ὁδός Eun.VS 501, de pers. y dioses γύναιον Hld.1.9.1, Δίονυσος Nonn.D.48.805, Δαναός Nonn.D.4.253, θηλύτεραι Nonn.D.8.213, δαίμων Nonn.Par.Eu.Io.17.15, Eust.Op.254.2, Φέρεκλος Colluth.196, πολιήτης Colluth.392, οὐχ ὡς ἀρχέκακον ἀμύνεται Eust.Op.115.87, de abstr. ἀπαιδευσία Ph.1.359
subst. τὸ ἀρχέκακον causa del mal de la soberbia τὸ πάθος τοῦ ἀρχεκάκου Origenes M.13.813A, cf. Ph.1.359
de pers. ὁ ἀ. Porph.Chr.49.22
simpl. causante de pers. ἀ. μύθων ἀθέων Clem.Al.Prot.2.13.

Greek Monolingual

ἀρχέκακος, -ον (AM)
αυτός που έκανε την αρχή στο κακό, ο πρωταίτιος του κακού.

Greek Monotonic

ἀρχέκᾰκος: -ον (κακόν), πρωταίτιος κακού, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχέκᾰκος: являющийся источником бедствий Hom., Plut.