ἀττάραγος

From LSJ
Revision as of 17:33, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀττάρᾰγος Medium diacritics: ἀττάραγος Low diacritics: αττάραγος Capitals: ΑΤΤΑΡΑΓΟΣ
Transliteration A: attáragos Transliteration B: attaragos Transliteration C: attaragos Beta Code: a)tta/ragos

English (LSJ)

[τᾰ], ὁ,

   A crumb, morsel of bread, Ath.14.646c: metaph., the least crumb, bit, οὐδ' ὅσον ἀττάραγόν τυ δεδοίκαμες Call.Epigr.47.9.

German (Pape)

[Seite 389] ὁ, Brotkrümchen, Ath. XIV, 646 c; vgl. Poll. 7, 23; οὐδ' ὅσον ἀττάραγόν σε δεδοίκαμες Callim. ep. 14 (XII, 150), auch nicht im Geringsten; Hesych. hat auch die Form ἀττάραχος, B. A. 461 ἀττάρατοι, was wohl verschrieben ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἀττάρᾰγος: ἢ -χος, ὁ, ψιχίοντεμάχιον ἄρτου, Ἀθήν. 646C· μεταφ. ἐλάχιστον, οὐδ’ ὅσον ἀττάραγον σε δεδοίκαμες Καλλ. Ἐπιγράμμ. 48. 9. Κατὰ τὸ Ἐτυμ. Μ. 167, 56: «ἀττάραγος, ἡ ἐπὶ τῶν ἄρτων ἀπὸ τῆς φλογὸς γινομένη ῥῆξις· οἱ δὲ τῶν κλωμένων ἄρτων τὰ ψιχίδια· τίθεται ἡ λέξις καὶ ἐπὶ τῶν ἐλαχίστων».

Spanish (DGE)

(ἀττάρᾰγος) -ου, ὁ

• Prosodia: [-ττᾰ-]
migaja de pan ψωθία ... ἃ τινὰς ὀνομάζειν ἀτταράγους Theod.Hist.2, cf. Sch.Hippon.131.12 (p.177)
costrón del pan τοῦ γε μὴν ἄρτου αἱ μὲν κατὰ τὸ ἄνω μέρος οἱονεὶ φλύκταιναι ἀττάραγος Poll.7.23, cf. Hsch.
fig. lo más mínimo, pizca οὐδ' ὅσον ἀττάραγόν τυ δεδοίκαμες no te tememos lo más mínimo Call.Epigr.46.9, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἀττάραγος και -χος, ο (Α)
1. ψίχουλο ψωμιού
2. κάτι το εξαιρετικά ασήμαντο.

Russian (Dvoretsky)

ἀττάρᾰγος: (ᾰρ) ὁ хлебная крошка: οὐδ᾽ ὅσον ἀττάραγον Anth. ни капли, нисколько.