δραπέτης
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ου, Ion. δρηπέτης, εω, ὁ, (διδράσκω, δρᾶναι)
A runaway, βασιλέος from the king, Hdt.3.137; esp. runaway slave, δούλοισι, καὶ τοῦτο δρηπέτῃσι Id.6.11, cf. Ar.Ach.1187, Herod. 3.13, etc.; δ. ἀνήρ S.Fr.63. 2 Adj., ποὺς δ. E.Or.1498 (lyr.), cf. Aeschin.3.152; βίος δ. fugitive life, AP10.87 (Pall.); οὐ δραπέτην τὸν κλῆρον . . μεθείς no skulker's lot, i. e. not a lump of earth which would fall in pieces, of the lot of Cresphontes, S.Aj.1285. II fem. δρᾱπέτις, ιδος, Luc.Asin.25: as Adj., στέγη a home whose occupants are shifting, S.Fr.174; ψυχή AP12.80 (Mel.); μέλισσαι Ael.Ep.5; Δραπέτιδες, title of play by Cratinus.
German (Pape)
[Seite 665] ὁ (διδράσκω), ein entlaufener Sklav, übh. Ausreißer; Pind. frg. 99; Ar. Ach. 1187; Eur. Rhes. 69. Auch adj., πούς Eur. Or. 1498, wie Aesch. 3, 152; ἄνθρωπος Plat. Men. 97 e; κλῆρος Soph. Ai. 1285; βίος, das schnell entschwindende Leben, Pallad. 117 (X, 87).
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱπέτης: -ου, Ἰων. δρηπέτης, εω, ὁ, (ἐκ τοῦ διδράσκω, δρᾶναι)· - ὁ φεύγων, Λατ. fugitivus, βασιλέος, ἀπὸ τοῦ βασιλέως, Ἡρόδ. 3. 137· - ἰδίως ὁ δραπετεύσας, κρυφίως φυγὼν δοῦλος, δούλοισι, καὶ τοῦτο δρηπέτῃσι ὁ αὐτ. 6. 11· δρ. ἀνὴρ Σοφ. Ἀποσπ. 60. 2) ὡς ἐπίθ., ποὺς δρ. Εὐρ. Ὀρ. 1498· βίος δρ. Ἀνθ. Π. 10. 87· οὐ δραπέτην τὸν κλῆρον… μεθείς, οὐχὶ τοιοῦτον ὥστε νὰ δύναται νὰ διαλυθῇ καὶ νὰ μὴ ἐξαχθῇ ἐκ τῆς κληρωτίδος, οἷος βῶλος χώματος, Σοφ. Αἴ. 1285. - Πιθ. μεθ’ ὑπαινιγμοῦ πρὸς τὸν μῦθον περὶ Κρεσφόντου, ὡς διηγεῖται αὐτὸν ὁ Ἀπολλόδ. 2. 8, 4. ΙΙ. θηλ. δρᾱπέτις, ιδος, Σοφ. Ἀποσπ. 148, Ἀνθ. Π. 12. 80· Δραπέτιδες, κωμῳδία τοῦ Κρατίνου.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
fugitif : δραπέτης βασιλέος HDT qui s’enfuit de chez le roi ; δραπέτου κλῆρος SOPH jeton ou boule d’un fuyard, càd d’un poltron ; abs. ὁ δραπέτης esclave fugitif, déserteur.
Étymologie: *διδράσκω, πίπτω.
Spanish (DGE)
(δρᾱπέτης) -ου
• Alolema(s): jón. δρηπέτης Hdt.3.137, dór. δραπέτας E.Or.1498, IPArk.17.153 (Estínfalo III a.C.), Anacreont.58.1
I adj.
1 que huye, fugitivo ἄνδρα βασιλέος δρηπέτην Hdt.l.c., ἐκ τῆς ἐμαυτοῦ τούσδε (los Heráclidas) δραπέτας ἔχων E.Heracl.140, νύκτα τηρήσας δ. γίνεται Gr.Naz.Ep.246.6
•esp. de esclavos δραπέται τ' οἰχοίατο E.IT 1341, δραπέταν γὰρ ἐξέκλεπτον ἐκ δόμων πόδα E.l.c., cf. S.Ai.1285.
2 fugitivo, huidizo de un ave δυσάλωτος δὲ καὶ δ. Arist.HA 615a18
•fig. ὄλβος Pi.Fr.134, βίος AP 10.87 (Pall.), πλοῦτος Chrys.M.55.515, del oro Anacreont.l.c.
II subst. ὁ δ.
1 fugitivo ἐν ὄρφνῃ δ. μέγα σθένει E.Rh.69, Δραπέται Fugitivos tít. de una comedia de Alexis, tb. llamada Leucadia Ath.94f
•de militares desertor Plb.15.18.3, 21.32.5.
2 esclavo fugitivo, cimarrón δούλοισι ... ὡς δρηπέτῃσι Hdt.6.11, δ. ἐστιγμένος Ar.Au.760, μηθεὶς ὑποδεχέσθω τοὺς δραπέτας IG 5(1).1390.81 (Andania I a.C.), cf. D.59.9, Luc.Fug.32, Arr.Epict.1.9.8, 3.26.1, A.Al.18.2.6, παρατηρητέον καὶ ἐπὶ κλοπῶν καὶ δραπετῶν Vett.Val.431.29
•empleado como insulto o mofa ἐγὦιδα τούτου τὰς τέχνας τοῦ δραπέτου Men.Asp.398, cf. Car.35, Vit.Aesop.G 33
•simpl. esclavo δεσπότης ὄνομα ... καὶ τοῖς ἕνα δραπέτην κεκτημένοις Lyd.Mag.1.6.
3 δραπέται· δυνατοί EM 286.54G.
• Etimología: Deriv. en *-p- de formación oscura (la rel. c. ai. drāpayati es indemostrable), sobre *drHu̯2- e.e. la r. que da lugar a διδράσκω q.u., δραμεῖν, etc.
Greek Monolingual
ο (θηλ. δραπέτισσα και δραπέτις, η) (AM δραπέτης
θηλ. δραπέτις, η)
1. κρατούμενος, φυλακισμένος, δούλος κ.λπ., που έφυγε κρυφά, φυγάς
2. μτφ. αυτός που προσπαθεί να αποφύγει το καθήκον του
νεοελλ.
1. κολεόπτερο έντομο της οικογένειας ευκνημίδες
2. δίπτερο της οικογένειας εμπιδίδες
αρχ.
1. δούλος
2. ως επίθ. φρ. «δραπέτης βίος» — σύντομη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στη λ. δραπέτης απαντά θ. δρᾶπ- στο οποίο ανερμήνευτο παραμένει το -π- (βλ. και λ. διδράσκω)].
Greek Monotonic
δρᾱπέτης: -ου, Ιων. δρηπέτης, -εω, ὁ (δι-δράσκω),
1. δραπέτης, φυγάς, Λατ. fugitivus, βασιλέος, από το βασιλιά, σε Ηρόδ.· δραπέτης δούλος, στον ίδ.
2. ως επίθ., αυτός που διαφεύγει, αυτός που δραπετεύει, που χάνεται, που εξαφανίζεται, δραπέτης κλῆρος, κλήρος που θρυμματίζεται και διαλύεται πριν εξαχθεί από την κληρωτίδα, όπως ο σβώλος χώματος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δρᾱπέτης: I дор. δρᾱπέτας, ион. δρηπέτης, ου adj. m
1) бежавший, беглый (ἀνήρ Soph. и ἄνθρωπος Plat.; δοῦλος Her.): δ. πούς Eur., Aeschin. бегущий, беглец;
2) быстро убегающий, ускользающий, неуловимый (ὄλβος Pind.; τροχίλος Arst.; βίος Anth.): δ. κλῆρος Soph. досл. распадающийся (подраз. в урне) жребий, т. е. жребий, заранее обеспечивающий успех, подложный, нечестный (при бросании жребия глиняный черепок подменяли иногда куском рыхлой земли).
II ион. δρηπέτης, ου ὁ беглец Soph., Her., Plut.