ἐγκατοικέω

From LSJ
Revision as of 19:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκατοικέω Medium diacritics: ἐγκατοικέω Low diacritics: εγκατοικέω Capitals: ΕΓΚΑΤΟΙΚΕΩ
Transliteration A: enkatoikéō Transliteration B: enkatoikeō Transliteration C: egkatoikeo Beta Code: e)gkatoike/w

English (LSJ)

   A dwell in, Hdt.4.204; δόμοις E.Fr.188; dwell among, αὐτοῖς 2 Ep.Pet.2.8.

German (Pape)

[Seite 706] darin wohnen, τινί, Eur. frg. u. Sp.; σύνεσις ἐγκατοικοῦσα ψυχαῖς Pol. 18, 26, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατοικέω: κατοικῶ ἐντὸς, Ἡρόδ. 4. 204· δόμοις Εὐρ. Ἀποσπ. 188.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
habiter dans ou parmi, τινι.
Étymologie: ἐν, κατοικέω.

Spanish (DGE)

1 en aor. asentarse, establecerse ἔδωκε τῆς Βακτρίης χώρης κώμην ἐγκατοικῆσαι Hdt.4.204, c. εἰς y ac. φυγόντος δὲ καὶ ἐς ... Ταρκυινίαν ἐγκατοικήσαντος D.C.Epit.7.8.1, c. dat. τῇ Ῥώμῃ ἐγκατοικῆσαι D.C.Epit.7.8.2.
2 en pres. y fut. habitar, ocupar, vivir en c. dat. loc. κενοῖσιν ἐγκατοικήσεις δόμοις E.Fr.188.6, νήσοις μακάρων Lyc.1204, αὐτοῖς τὴν Αὔαριν δοὺς ἐγκατοικεῖν I.Ap.1.296, cf. AI 17.25, οὐδὲ ἐγκατοικεῖ δι' ἑαυτοῦ τῇ κτίσει Θεός Dios por sí mismo no habita en sus criaturas Didym.Eun.M.29.744A
c. ἐν y dat. de pers. vivir o habitar entre ὁ δίκαιος ἐγκατοικῶν ἐν αὐτοῖς 2Ep.Petr.2.8
fig., de entidades abstr. habitar, hallarse, residir πίστις καὶ ἀγάπη ἐγκατοικεῖ ἐν ὑμῖν la fe y el amor habitan en vosotros, Ep.Barn.1.4, c. adv. de lugar ἔνθ' ... ἐγκατοικεῖ δὲ πρᾳότης Them.Or.4.51d.

English (Strong)

from ἐν and κατοικέω; to settle down in a place, i.e. reside: dwell among.

English (Thayer)

(ἐγκαυχάομαι) (T WH ἐνκαυχάομαι, see ἐν, III:3); to glory in: followed by ἐν with the dative of the object (L T Tr WH. (With simple dative of thing in ecclesiastical writings and Aesop's Fables.)

Greek Monotonic

ἐγκατοικέω: μέλ. -ήσω, μένω, διαμένω, κατοικώ σ' έναν τόπο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκατοικέω: (в чем-л.) жить, проживать, обитать (δόμοις Eur.; перен. ἐν ταῖς ψυχαῖς Polyb. - v. l. κατοικέω): δοῦναί τινι κώμην ἐγκατοικῆσαι Her. отвести кому-л. деревню для поселения.