ἐκσκορπισμός
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
English (LSJ)
ὁ,
A scattering abroad, Plu.2.383d.
German (Pape)
[Seite 778] ὁ, das Herauswerfen, die Vertreibung, Plut. Is. et Osir. 79 a. E.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσκορπισμός: -οῦ, ὁ, διασκορπισμός, Πλούτ. 2. 383D.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
dispersion, suppression.
Étymologie: ἐκ, σκορπίζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ diseminación τῆς ληρήσεως Plu.2.383d.
Greek Monolingual
ἐκσκορπισμός, ο (Α)
διασκορπισμός.
Russian (Dvoretsky)
ἐκσκορπισμός: ὁ досл. удаление, перен. изгнание, прекращение (τῆς ληρήσεως Plut.).