ἐπιδύω

From LSJ
Revision as of 20:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδύω Medium diacritics: ἐπιδύω Low diacritics: επιδύω Capitals: ΕΠΙΔΥΩ
Transliteration A: epidýō Transliteration B: epidyō Transliteration C: epidyo Beta Code: e)pidu/w

English (LSJ)

( ἐπιδρομ-δύνω [ῡ] Man.6.642), aor. 2 ἐπέδυν,

   A set upon or so as to interrupt an action, μὴ πρὶν ἐπ' ἠέλιον δῦναι Il.2.413; ὁ ἥλιος μὴ ἐ. ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν Ep.Eph.4.26, cf. LXXDe.24.15, Ph.2.324.

German (Pape)

[Seite 940] (s. δύω), intr. tempp., darüber untergehen, πρὶν ἐπ' ἠέλιον δῦναι Il. 2, 413; ἐπί τινι, über Etwas, ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῇ ὀργῇ Ephes. 4, 26; Maneth. so auch praes. ἐπιδύνω.

French (Bailly abrégé)

se coucher sur en parl. du soleil.
Étymologie: ἐπί, δύω.

English (Strong)

from ἐπί and δύνω; to set fully (as the sun): go down.

English (Thayer)

to go down, set (of the sun): ἐπί, B. 2e. (Philo de spec. legg. 28); and with tmesis, Homer, Iliad 2,413.)

Greek Monolingual

ἐπιδύω και ἐπιδύνω (Α)
(για τον ήλιο) κρύβομαι, βασιλεύω (α. «μὴ πρὶν ἐπ’ ἡέλιον δῡναι καὶ ἐπὶ κνέφας ἐλθεῑν» — προτού βασιλέψει ο ήλιος κι έρθει το σκοτάδι, Ομ. Ιλ.
β. «ὁ ἥλιος μή ἐπιδυέτω ἐπί τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» — ας μη βασιλέψει ο ήλιος πριν σάς περάσει η οργή, ΚΔ).

Greek Monotonic

ἐπιδύω: αόρ. βʹ ἐπέδυν, εκτελώ κάτι με τέτοιο τρόπο ώστε να διακοπεί, σε Ομήρ. Ιλ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδύω: (inf. aor. ἐπιδῦναι) (о солнце) заходить (μὴ πρὶν ἐπ᾽ ἠέλιον δῦναι … Hom.; ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδύει ἐπί τινι NT).