εὔμοιρος

From LSJ
Revision as of 21:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμοιρος Medium diacritics: εὔμοιρος Low diacritics: εύμοιρος Capitals: ΕΥΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: eúmoiros Transliteration B: eumoiros Transliteration C: eymoiros Beta Code: eu)/moiros

English (LSJ)

ον,

   A well-endowed by fortune, B.5.1; opp. ἄμοιρος, Pl.Smp.197d, cf. Ph.1.282, Call.Del. 295, AP6.278 (Rhian.), Luc.JConf.19. Adv. -ρως, ἀποθανεῖν J.AJ 8.12.6; βιώσασα IG12(5).319 (Paros): Comp. -ότερον, ἀποθνῄσκειν App.Hann.29.

German (Pape)

[Seite 1081] der ein gutes Loos hat, glücklich, χθών Aesch. Eum. 850; Callim. Del. 295 u. a. sp. D.; Prosa, theilhaftig, Ggstz ἄμοιρος, Plat. Conv. 197 d. – Adv. εὐμοίρως, glücklich, ἀποθανεῖν Ios.

Greek (Liddell-Scott)

εὔμοιρος: -ον, εὔκληρος, ὄλβιος, καλόμοιρος, εὐτυχής, εὐδαίμων, ἀντίθετον τῷ ἄμοιρος, Πλάτ. Συμπ. 197D, Καλλ. εἰς Δῆλ. 294, Ἀνθ. Π. 6. 278, Λουκ. Ζεὺς Ἐλεγχόμ. 19· περὶ τῆς ἐν Αἰσχύλ. Εὐμενίσι 890 γραφῆς τοῦ κώδικος: τῇ δὲ γ’ ἀμοίρου, ἴδε γημόρος. - Ἐπίρρ. -ρως, = εὐτυχῶς, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰωσήπου: Συγκρ. -ότερον, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien partagé, heureux.
Étymologie: εὖ, μοῖρα.

Greek Monolingual

εὔμοιρος, -ον (Α)
καλότυχος, τυχερός, ευτυχής.
επίρρ...
εὐμοίρως (Α)
ευτυχισμένα, με καλή τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μοίρα].

Greek Monotonic

εὔμοιρος: -ον (μοῖρα), ευτυχισμένος με καλούς κλήρους, αυτός που του έχει αποδοθεί καλή περιουσία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὔμοιρος: 1) одаренный счастьем, получивший счастливый удел Luc.;
2) участвующий (в чем-л.), причастный Plat.