κακόζηλος
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
ον,
A having bad taste: hence in Rhet., using a bad, affected style (cf. ζῆλος), ῥήτωρ D.L.1.38; τὸ κ. = κακοζηλία, Longin.3.4, cf. Demetr.Eloc.186, Hermog.Inv.4.12. Adv. κακοζήλως, εἰπεῖν Gal.18(1).180.
German (Pape)
[Seite 1300] schlecht, verkehrt nachahmend, od. Schlechtes nachahmend; bes. vom Styl, geschmacklosen, schlechten Vorbildern folgend, Rhett.; ῥήτωρ D. L. 1, 38.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκόζηλος: -ον, κακῶς καὶ ἀπειροκάλως μιμούμενος, ἀντίθετον τῷ εὔζηλος, ῥήτωρ Διογ. Λ. 1. 38· ἐπὶ ὕφους, τὸ κακ. = κακοζηλία, Λογγῖνος 3. 4· mala affectatio παρὰ Κυντιλιανῷ (Quintilianus) 8. 3, 56. - Ἐπίρρ., κακοζήλως εἰπεῖν Γαλην. 10. 330.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui recherche le mal.
Étymologie: κακός, ζῆλος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κακόζηλος, -ον)
1. αυτός που μιμείται κάτι κακώς, χωρίς επιτυχία
2. αυτός που γίνεται με κακή και άτεχνη απομίμηση
3. (ρητ.) αυτός που κάνει χρήση κακού, επιτηδευμένου ύφους («κακόζηλος ῥήτωρ», Διογ. Λαέρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόζηλον
η κακοζηλία.
επίρρ...
κακοζήλως (Α κακοζήλως)
με κακόζηλο τρόπο ή ύφος, με άτοπο ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ζηλος (< ζῆλος), πρβλ. αξιό-ζηλος, μεγαλό-ζηλος].
Greek Monotonic
κᾰκόζηλος: -ον, μιμητής κακών.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόζηλος: неудачно подражающий, лишенный вкуса (ῥήτωρ Diog. L.).