καταξηραίνω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
A dry up, Arist.GA772a12; θάλατταν LXXJo.2.10:— Pass., Pl.Ti.76a, Arist.Mete.340b1.
German (Pape)
[Seite 1367] ausdörren, austrocknen; Plat. Tim. 75 e; Arist. Meteorl. 1, 3; κατεξηράνθαι S. Emp. adv. astrol. 62.
Greek (Liddell-Scott)
καταξηραίνω: ἐντελῶς ξηραίνω, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 30.- Παθ., Πλάτ. Τίμ. 76Α, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 18· κατεξηράνθαι Θεόφρ. κατεξηραμμένου τοῦ σώματος ὁ αὐτ.
Spanish
Greek Monolingual
και καταξεραίνω (AM καταξηραίνω)
καθιστώ κάτι εντελώς ξηρό.
Russian (Dvoretsky)
καταξηραίνω: сушить, высушивать, pass. (inf. pf. κατεξηράνθαι) сохнуть, высыхать Plat., Arst., Sext.