καταξύω
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
A scrape down, Hp.VC19, Sor.2.12, Gal.10.132. 2 scratch, mark, Luc. Nigr.27; γραφίδεσσι κ. inscribe, Hymn.Is.11. II polish, smooth, plane down, Thphr.HP3.15.2, D.S.2.13:—Pass., σανὶς -εξυσμένη εἰς εὐθεῖαν τομήν Agatharch.27; γλῶσσα -εξυσμένη ὑπὸ τέκτονος LXX Ep.Je.8. III Pass., of land, to be eroded, PTeb.74.52 (ii B.C.), etc. IV Pass., to be worried, πράγματι POxy.525.4 (ii A.D.); καταξύομαι μὴ ὁρῶν σε ib.1676.24 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1367] (s. ξύω), zerschaben, zerreißen, zerkratzen, Sp., wie Luc. Nigr. 27; auch = glätten.
Greek (Liddell-Scott)
καταξύω: μέλλ. -ύσω ῡ, ξύω πολύ, ξύων φθείρω, Ἱππ. Κεφ. Τρ. 911· ξύνων ἀφίνω ἴχνος, σημειώνω, γραφίδεσσι, κ., γράφειν, Ἑλλην. Ἐπιγρ. 1028. 11· προσέτι, καταμύσσω, κατασχάζω, καθαιματῶ, οἱ δὲ μαστιγοῦντες, οἱ δὲ χαριέστατοι καὶ σιδήρῳ τὰς ἐπιφανείας αὐτῶν καταξύοντες Λουκ. Νιγρ. 27. ΙΙ. στιλβώνω, ὡς τὸ καταξέω, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 2, Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 448, 4, Διόδ. 2, 13.
French (Bailly abrégé)
couper la surface.
Étymologie: κατά, ξύω.
Greek Monolingual
καταξύω (Α)
1. ξύνω πολύ, φθείρω κάτι ξύνοντας
2. χαράζω κάτι
3. (για γραφίδα) γράφω
4. στιλβώνω, γυαλίζω κάτι με την τριβή
5. παθ. καταξύομαι
α) (για τη γη) υφίσταμαι διάβρωση
β) βλάπτομαι, βασανίζομαι, στενοχωρούμαι.
Russian (Dvoretsky)
καταξύω: сцарапывать, соскребать, соскабливать (σιδήρῳ τι Luc.).