καταστύφελος

From LSJ
Revision as of 22:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστύφελος Medium diacritics: καταστύφελος Low diacritics: καταστύφελος Capitals: ΚΑΤΑΣΤΥΦΕΛΟΣ
Transliteration A: katastýphelos Transliteration B: katastyphelos Transliteration C: katastyfelos Beta Code: katastu/felos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A very hard or rugged, πέτρη, χῶρος, h.Merc. 124, Hes.Th.806.

German (Pape)

[Seite 1383] sehr hart, fest, πέτρη, χῶρος, H. h. Herc. 124 Hes. Th. 806.

Greek (Liddell-Scott)

καταστύφελος: ῠ, ον, λίαν τραχὺς ἢ ἀπότομος πέτρη, χῶρος Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 125, Ἡσ. Θ. 806· «κατάξηρος» καθ’ Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 très dur, très rude;
2 très sec.
Étymologie: κατά, στυφελός.

Greek Monolingual

καταστύφελος, -ον (Α)
πολύ σκληρός, τραχύς, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στυφελός «τραχύς»].

Greek Monotonic

καταστύφελος: [ῠ], -ον, πολύ τραχύς ή απότομος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

καταστύφελος: (ῠ) весьма твердый, каменистый (πέτρη HH; χῶρος Hes.).