λευκόπωλος

From LSJ
Revision as of 23:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόπωλος Medium diacritics: λευκόπωλος Low diacritics: λευκόπωλος Capitals: ΛΕΥΚΟΠΩΛΟΣ
Transliteration A: leukópōlos Transliteration B: leukopōlos Transliteration C: lefkopolos Beta Code: leuko/pwlos

English (LSJ)

ον,

   A with white horses, ἡμέρα A.Pers.386, S.Aj.673; τέθριππον Plu.Cam.7; epith. of the Dioscuri (cf. λεύκιππος), Pi.P.1.66; at Thebes also of Amphion and Zethus, E.HF29; θεοί Id.Ph. 606.

German (Pape)

[Seite 34] mit weißen Rossen, fahrend, reitend; ἡμέρα, Aesch. Pers. 378 u. Soph. Ai. 658; Τυνδαρίδαι, die Dioskuren, die immer auf weißen Rossen reitend dargestellt werden, Pind. P. 1, 66; vgl. Eur. Herc. Fur. 29 Phoen. 606; λ. τέθριππον, ein Gespann von vier weißen Rossen, Plut. Camill. 7. Vgl. λεύκιππος.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόπωλος: -ον, ὁ μετὰ λευκῶν ἵππων, ἡμέρα Αἰσχύλ. Πέρσ. 386, Σοφ. Αἴ. 683· τέθριππον Πλουτ. Κάμιλλ. 7· - ὡς ἐπίθ. τῶν Διοσκόρων, ὡς τὸ λεύκιππος, Πινδ. Π. 1. 127· ἐν Θήβαις ἐπὶ τοῦ Ἀμφίονος καὶ Ζήθου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 29, Φοίν. 606.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
traîné ou porté par un cheval blanc ou des chevaux blancs.
Étymologie: λευκός, πῶλος.

English (Slater)

λευκόπωλος
   1 with white horses λευκοπώλων Τυνδαριδᾶν (P. 1.66)

Greek Monolingual

λευκόπωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκούς ίππους («καὶ τέθριππον ὑποζευξάμενος λευκόπωλον ἐπέβη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + πῶλος «νεαρός ίππος»].

Greek Monotonic

λευκόπωλος: -ον, αυτός που έχει λευκά άλογα, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

λευκόπωλος: 1) несущийся на белых конях (ἡμέρα Aesch.);
2) белоконный (τέθριππον Plut.).