λιπαρόθρονος

From LSJ
Revision as of 23:33, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπᾰρόθρονος Medium diacritics: λιπαρόθρονος Low diacritics: λιπαρόθρονος Capitals: ΛΙΠΑΡΟΘΡΟΝΟΣ
Transliteration A: liparóthronos Transliteration B: liparothronos Transliteration C: liparothronos Beta Code: liparo/qronos

English (LSJ)

ον,

   A bright-throned, A.Eu.806, Lyr.Adesp.140.6, Aristonous 2.16.

German (Pape)

[Seite 50] mit glänzendem Sitze, ἐσχάραι, Aesch. Eum. 773, wo man beim Opferaltar auch den vom Fett der Opfer triefenden Sitz erklären kann; auch Stob. ecl. 1, 6, 12.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπᾰρόθρονος: -ον, ὁ ἔχων λαμπρὸν θρόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 806, Ποιητὴς παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 2. 174.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au siège brillant.
Étymologie: λιπαρός, θρόνος.

Greek Monolingual

λιπαρόθρονος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπρό θρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + θρόνος.

Greek Monotonic

λῐπᾰρόθρονος: -ον, αυτός που έχει λαμπρό θρόνο, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λῐπᾰρόθρονος: с блистающим седалищем (ἐσχάραι Aesch.).