μελλόγαμος

From LSJ
Revision as of 23:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλόγᾰμος Medium diacritics: μελλόγαμος Low diacritics: μελλόγαμος Capitals: ΜΕΛΛΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: mellógamos Transliteration B: mellogamos Transliteration C: mellogamos Beta Code: mello/gamos

English (LSJ)

ον,

   A betrothed, S.Ant.628 (codd. plurimi, anap.), Theoc.22.140, Euph. 7.

German (Pape)

[Seite 125] im Begriff zu heirathen, der Verlobte, die Braut; Soph. Ant. 624; Euphor. bei Schol. Ap. Rh. 1, 1063; γαμβρός, Theocr. 22, 140.

Greek (Liddell-Scott)

μελλόγᾰμος: -ον, ὁ μέλλων ἐντὸς ὀλίγου νὰ ἔλθῃ εἰς γάμον, Σοφ. Ἀντ. 628 (ἔνθα ἴδε σημ. Jebb), Θεόκρ. 22. 140, Εὐφορίων παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1063· - παρ’ Ἀρκαδ. μελλέγαμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est sur le point de se marier.
Étymologie: μέλλω, γάμος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελλόγαμος και μελλέγαμος, -ον)
μελλόνυμφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + γάμος (πρβλ. πικρό-γαμος, φιλό-γαμος)].

Greek Monotonic

μελλόγᾰμος: -ον, αυτός που πρόκειται να παντρευτεί σύντομα, σε Σοφ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

μελλόγαμος: готовящийся вступить в брак (τᾶλις Soph.; γαμβρός Theocr.).