μισθάρνης

From LSJ
Revision as of 00:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθάρνης Medium diacritics: μισθάρνης Low diacritics: μισθάρνης Capitals: ΜΙΣΘΑΡΝΗΣ
Transliteration A: misthárnēs Transliteration B: mistharnēs Transliteration C: mistharnis Beta Code: misqa/rnhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A hired workman, Phot. (oxyt., Hsch., Suid.).

German (Pape)

[Seite 190] ὁ, der Lohn Empfangende, ἄρνυμαι, Lohnarbeiter, Taglöhner, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μισθάρνης: ὁ, (ἄρνυμαι), μισθωτὸς ἐργάτης, Πλουτ. Κάτ. Νεώτ. 44, Φώτ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui concerne les mercenaires ou le travail des mercenaires.
Étymologie: DELG μισθός, ἄρνυμαι.

Greek Monolingual

μισθάρνης και μισθαρνής, ὁ (Α)
αυτός που εργάζεται με μισθό, ο μισθωτός εργάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἄρνυμαι (πρβλ. μίσθαρνος.

Greek Monotonic

μισθάρνης: ὁ (ἄρνυμαι), μισθωτός εργάτης, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μισθάρνης: ου ὁ наемный рабочий Plut.