νίτρον
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
τό, in Hdt. and Att. λίτρον (q.v.),
A sodium carbonate, Sapph.165, Hp.Aër.7, Arist. Mete.383b12, IG9(1).691 (Corc., iii B.C.), PCair.Zen.304.7 (iii B.C.), PTeb.182 (ii B.C.), Gal.13.265; ν. ἐρυθρόν Hp.Nat.Mul.32, cf. Mul. 1.98; ν. θαλάσσιον, i.e. from the Egyptian lakes, Hippiatr.130; as an ἄρτυμα, Antiph.142.2; mixed with oil as a soap, Alciphr.3.61, Lib.Decl.26.19. (Cf. Egypt. ntirj 'natron'.)
German (Pape)
[Seite 257] τό, att. u. bei Her. λίτρον, vgl. Lob. Phryn. 305, Alkali, Laugensalz, Sodasalz, Natron, woraus durch Beimischung von Oel Seife gemacht wird, also zum Waschen gebraucht und nach gewöhnlicher Ableitung mit νίζω, νίπτω zusammenhangend (?). – Zuweilen auch ein vegetabilisches Kali, aus der Asche von Bäumen u. Pflanzen, das wie bei uns als Lauge zum Reinigen der Wäsche gebraucht wurde, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νίτρον: τό, παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ. λίτρον· ― ἀλκάλιόν τι ὀρυκτόν, ἀνθρακικὴ σόδα (τὸ νεώτερον νίτρον εἶναι νιτρικὴ πότασσα, τὸ δὲ Γερμαν. natron εἶναι αὐτὸ τοῦτο σόδα), Ἡρόδ. 2. 86, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· εὑρισκόμενον παρὰ τὴν Μώμεμφιν ἐν Αἰγύπτῳ (πρβλ. νιτρία), κ. ἀλλ. (πρβλ. Κιμωλία)· ― ὁμοῦ μετὰ ἐλαίου συμπεφυρμένον ἐχρησίμευεν ὡς σάπων, πρβλ. Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 638. (Ἴσως εἶναι Σημιτικὴ λέξις, πρβλ. τὸ Ἑβραϊκ. nether). ―Καθ. Ἡσύχ.: «νίτρον· σάπων. καὶ εἶδος ἰατρικοῦ». ― Κατὰ Φρύνιχ.: «νίτρον· τοῦτο Αἰολεὺς μὲν ἂν εἴποι, ὥσπερ οὖν καὶ ἡ Σαπφὼ (Ἀποσπ. 165) διὰ τοῦ ν, Ἀθηναῖοι δὲ διὰ τοῦ λ λίτρον» Ἔκδ. Rutherf. σ. 361.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ion. λίτρον;
nitre, alcali minéral ou végétal, sorte de soude ou natron pour lessiver.
Étymologie: DELG cf. hébreu neter, hitt. nitri, empruntés à l’égyptien nir, qui est ancien.
Spanish
Greek Monolingual
Greek Monotonic
νίτρον: τό, σε Ηρόδ. και Αττ. λίτρον, ανθρακική σόδα, σε Ηρόδ. (πιθ. ξεν. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
νίτρον: Her. и атт. λίτρον τό нитр, щелок (род соды или поташа, который в смеси с маслом, служил моющим средством) Her. etc.