ὀλοθρεύω
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
English (LSJ)
A destroy, v.l. for ὀλεθρεύω in LXX Ex.12.23,al., Ph.1.73 (citing Ex.l.c.), Ep.Hebr.11.28 ; cf. ἐξολοθρεύω:—hence ὀλοθρ-ευτής, οῦ, ὁ, destroyer, IEp.Cor.10.10 :—fem. ὀλοθρ-εύτρια, gloss on λοιγίστρια, Hsch. :
German (Pape)
[Seite 325] verderben, zerstören, N. T., Schol. Eur. Hipp. 535 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλοθρεύω: καταστρέφω, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 23, κ. ἀλλ.), Φίλων 1. 73, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 28· ὡσαύτως ἐν Ἀνθ. Π. 1. 57, πρβλ. ἐξολοθρεύω· -ἐντεῦθεν ὀλόθρευσις, ἡ, τὸ καταστρέφειν, ἡ καταστροφή, Βυζ.· -ὀλοθρευτής, οῦ, ὁ, ὁ καταστροφεύς, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ι΄, 10· - θηλ. ὀλοθρεύτρια, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λοιγίστρια· - ὀλοθρευτικός, ή, όν, καταστρεπτικός, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Λ. 127.
French (Bailly abrégé)
exterminer, ruiner, détruire.
Étymologie: ὄλεθρος.
English (Strong)
from ὄλεθρος; to spoil, i.e. slay: destroy.
Greek Monolingual
(Α ὀλοθρεύω)
εξολοθρεύω, καταστρέφω, αφανίζω, επιφέρω όλεθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλεθρεύω < ὄλεθρος, με αφομοίωση του -ε- σε -ο-].
Greek Monotonic
ὀλοθρεύω: καταστρέφω ολοκληρωτικά, σε Καινή Διαθήκη (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ὀλοθρεύω: NT = ὄλλυμι.