πανταχόθεν

From LSJ
Revision as of 01:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντᾰχόθεν Medium diacritics: πανταχόθεν Low diacritics: πανταχόθεν Capitals: ΠΑΝΤΑΧΟΘΕΝ
Transliteration A: pantachóthen Transliteration B: pantachothen Transliteration C: pantachothen Beta Code: pantaxo/qen

English (LSJ)

Adv.

   A from all quarters, from every side, ἐκ τῆς Ἀσίης π. Hdt.7.25, cf. Ar.Lys.1007, Pl.Smp.190e, al.; περιέχεσθαι π. on all sides, Hdt.8.80.    II from every side, i.e. in every way, π. ἡ Ἑλλὰς κατείχετο μή . . Th.1.17; π. καλῶς ὑπάρχον πολεμεῖν ib.124, cf. X. Mem.2.1.25; π. βάσκανος D. 18.242.

German (Pape)

[Seite 463] von allen Orten her; Ar. Lys. 1007; συνέλκειν π. τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα, Plat. Conv. 190 e; δῆλος, Dem. 31, 10; Sp., wie D. Sic. 14, 103, τὰς πανταχόθεν δυνάμεις ἀθροίσας.

Greek (Liddell-Scott)

παντᾰχόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ παντὸς τόπου, ἐκ παντὸς μέρους, Λατ. undique, ἐξ Ἀσίης π. Ἡρόδ. 7. 25, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 1007, Πλάτ. Συμπ. 190Ε, κ. ἀλλ.· π. περιέρχεσθαι, ἐξ ὅλων τῶν μερῶν, Ἡρόδ. 8. 80. ΙΙ. ἐκ πάντων τῶν μέρῶν, δηλ. κατὰ πάντα τρόπον, Θουκ. 1. 17, 124, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 25· π. βάσκανος Δημ. 307. 22.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de toute part, de tous côtés;
2 de toute façon.
Étymologie: πᾶς, -αχόθεν.

English (Strong)

adverb (of source) from πανταχοῦ; from all directions: from every quarter.

English (Thayer)

adverb, from all sides, from every quarter: (Herodotus, Thucydides, Plato, others.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. από κάθε μέρος, από παντού («ἐκ τῆς Ἀσίης πανταχόθεν», Ηρόδ.)
μσν.
σε όλα τα μέρη («καὶ τῆς φήμης πανταχόθεν διαδοθείσης», Μηναί)
αρχ.
με κάθε τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. ολιγαχόθεν), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πανταχός].

Greek Monotonic

παντᾰχόθεν: (πᾶς), επίρρ.,
I. από όλα τα μέρη, σε όλους τους τόπους, σε κάθε πλευρά, Λατ. undique, σε Ηρόδ., Αττ.
II. από κάθε πλευρά, δηλ. με κάθε τρόπο, σε Θουκ., Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανταχόθεν [πᾶς] adv., van alle kanten; overdr. in elk opzicht.

Russian (Dvoretsky)

παντᾰχόθεν: adv.
1) отовсюду, со всех сторон (π. περιέχεσθαι Her.): ἐξ Ἀσίης π. Her. со всех концов Азии;
2) во всех отношениях, совершенно (π. βάσκανος Dem.): π. ἡ Ἑλλὰς κατείχετο φανερὸν μηδὲν κατεργάζεσθαι Thuc. Греция была совершенно лишена возможности свершить что-л. славное.