πάμφωνος

From LSJ
Revision as of 01:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμφωνος Medium diacritics: πάμφωνος Low diacritics: πάμφωνος Capitals: ΠΑΜΦΩΝΟΣ
Transliteration A: pámphōnos Transliteration B: pamphōnos Transliteration C: pamfonos Beta Code: pa/mfwnos

English (LSJ)

ον,

   A with all tones, full-toned or many-toned, ἔντεα αὐλῶν Pi.O.7.12; μέλος Id.P.12.19; αὐλῶν ὁμοκλαί Id.I.5(4).27; ὑμέναιοι Id.P.3.17: generally, expressive, χεῖρες APl.4.290 (Antip.); π. οἶνος noisy, Philox.16.

German (Pape)

[Seite 455] allstimmig, mit allen Stimmen, Tönen, alltönig; μέλος, Pind. P. 12, 19; ὑμεναῖοι, ὁμοκλαί, P. 3, 17 I. 4, 30; von Flöten, Ol. 7, 12; sp. D., οἶνος, Philoxen. bei Ath. II, 35 e; auch χεῖρες, die ausdrucksvollen Hände eines Pantomimen, Antp. Thess. 27 (Plan. 290); auch in später Prosa.

Greek (Liddell-Scott)

πάμφωνος: -ον, ὁ ἐκπέμπων ἢ παράγων τὰς φωνάς, πάντας τοὺς τόνους ἢ ἤχους, ἐπίθ. τῶν αὐλῶν, Πινδ. Ο. 7. 21, Π. 12. 34, Ι. 5 (4). 35. ὡσαύτως, π. ὑμέναιος, ὁ μετὰ πολλῶν φωνῶν ᾀδόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 3. 30. καθόλου, ἐκφραστικός, χεῖρες Ἀνθ. Πλανούδ. 290. π. οἶνος, θορυβώδης, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 35 D. - Ἐπίρρ. -νως, Συνέσ. 287Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui fait entendre toute sorte de sons;
2 fig. tout à fait expressif.
Étymologie: πᾶν, φωνή.

English (Slater)

πάμφωνος, -ον
   1 full voiced; all-expressive παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν (O. 7.12) παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων (P. 3.17) παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος (P. 12.19) κλέονται δ' ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς μυρίον χρόνον (I. 5.27)

Greek Monolingual

πάμφωνος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που εκπέμπει ή παράγει όλες τις φωνές, όλους τους ήχους ή τους τόνους
2. αυτός που τραγουδιέται από πολλές και δυνατές φωνές («οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων», Πίνδ.)
3. μτφ. εκφραστικός
4. αυτός που κάνει κάποιον να βγάζει φωνές, που λύνει τη γλώσσα του και προκαλεί έτσι θόρυβο και φλυαρία («εὐρρείτας οἶνος πάμφωνος», Φιλόξ.).
επίρρ...
παμφώνως (Α)
με όλες τις φωνές, με όλους τους ήχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φωνος (< φωνή)].

Greek Monotonic

πάμφωνος: -ον (φωνή), αυτός που αποτελείται από όλες τις φωνές, γεμάτος φωνές ή πολύφωνος, σε Πίνδ.· γενικά, εκφραστικός, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμφωνος -ον [πᾶς, φωνή] met allerlei soorten klank (van muziek).

Russian (Dvoretsky)

πάμφωνος: издающий все звуки, т. е. многозвучный, многоголосый (μέλος, ὑμέναιοι Pind.).