παραπιέζω
From LSJ
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
A press from one side, press down, ὀφθαλμόν S.E.M.7.192, cf. Archig. ap. Orib.8.1.18, Heliod. ap. eund.50.9.3.
German (Pape)
[Seite 493] von der Seite drücken, ὀφθαλμόν, Sext. Emp. adv. math. 7, 192.
Greek (Liddell-Scott)
παραπιέζω: μέλλ. -έσω, πιέζω ἐκ τοῦ πλαγίου, ὀφθαλμὸν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 192.
Greek Monolingual
ΝΑ
νεοελλ.
πιέζω κάποιον ή κάτι πάρα πολύ
αρχ.
πιέζω από τα πλάγια.
Russian (Dvoretsky)
παραπιέζω: надавливать сбоку (ὀφθαλμόν Sext.).