ποθή

From LSJ
Revision as of 02:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποθή Medium diacritics: ποθή Low diacritics: ποθή Capitals: ΠΟΘΗ
Transliteration A: pothḗ Transliteration B: pothē Transliteration C: pothi Beta Code: poqh/

English (LSJ)

ἡ,

   A = πόθος, c. gen., longing, desire for . ., ἐμεῖο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν Il.6.362, cf. 14.368, etc.; σῇ ποθῇ from longing after thee, 19.321: in late Prose, π. ψυχροῦ ἠέρος Aret.SA1.7.    2 c. gen. rei, want of... ξενίων Od.15.514,546.

German (Pape)

[Seite 644] ἡ, = πόθος, Wunsch, Verlangen, Sehnsucht wonach; τινός, Il. 14, 368 u. öfter, Od. 2, 126. 15, 545; σῇ ποθῇ, aus Sehnsucht nach dir, 19, 321.

Greek (Liddell-Scott)

ποθή: ἡ, = πόθος, ἰσχυρὰ ἐπιθυμία πρός τινα, πόθος, ... ἐμεῖο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν Ἰλ. Ζ. 362, πρβλ. Ξ. 368, κτλ.· σῇ ποθῇ, ἐξ ἐπιθυμίας ἢ πόθου πρός σε, Τ. 321. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ἔλλειψις, Ὀδ. Ο. 514, 546.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 regret, désir;
2 manque de (qch).
Étymologie: πόθος.

English (Autenrieth)

missing, yearning for, desire, lack, Od. 10.505.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. πόθος, σφοδρή επιθυμία («οἵ μέγ' ἐμεῑο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν» Ομ.)
2. επιθυμία για κάτι που λείπει, στέρησηοὐδέ σε ποθὴ ἴσχει ἀνδρῶν ξένων», Ομ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπανιότερος τ., αντί του πόθος, με αλλαγή γένους].

Greek Monotonic

ποθή: ἡ,
1. = πόθος, τρελή επιθυμία για κάποιον, ἐμεῖο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν, σε Ομήρ. Ιλ.· σῇ ποθῇ, από την επιθυμία για σένα, στο ίδ.
2. έλλειψη πράγματος, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ποθή:1) эп. = πόθος;
2) недостаток, отсутствие: ξενίων οἱ οὐ π. ἔσται Hom. недостатка в гостеприимстве он не найдет.