Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσλογίζομαι

From LSJ
Revision as of 03:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσλογίζομαι Medium diacritics: προσλογίζομαι Low diacritics: προσλογίζομαι Capitals: ΠΡΟΣΛΟΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: proslogízomai Transliteration B: proslogizomai Transliteration C: proslogizomai Beta Code: proslogi/zomai

English (LSJ)

fut.

   A -ιοῦμαι Luc.Alex.1; reckon or count in addition, Hdt.2.16, Lys.19.44; ὁδὸν ταύτῃ Hdt.5.54:—Pass., to be reckoned in, Scyl.113, PPetr.3p.118 (iii B.C.), PTeb.61 (b).190 (ii B.C.), etc.    2 take into account besides, Arist.Cael.294a4; τῷ πλέον διδόναι π. τὸ αἰσχρόν Plu.Cam.28.    II compare, τὸ ἑκατέρων ἦθος τῇ πράξει Aristid.1.450J.    III consider besides, ὡς . . Plu.Demetr. 38.

German (Pape)

[Seite 772] dazurechnen, -zählen, τινί τι, Her. 5, 54; Lys. 19, 44 u. Sp., wie Luc. Alex. 1.

Greek (Liddell-Scott)

προσλογίζομαι: ἀποθ., ὑπολογίζω ἢ λογαριάζω ἐπὶ πλέον· τινί τι Ἡρόδ. 2. 16., 5. 54, Λυσί. 155. 41· ― οὕτω ῥημ. ἐπίθ. προσλογιστέον, -έα, Ἱππ. 50. 33, Ἡρόδ. 7. 185. 2) λογαριάζω προσέτι, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 9. 3) καταλογίζομαι, ἀποδίδω τι εἴς τινα, τὸ αἰσχρὸν πρ. τινι Πλουτ. Κάμιλλ. 28. ΙΙ. παραβάλλω, τινί τι Ἀριστείδ. 1. 450. ΙΙΙ. θεωρῶ, κρίνω προσέτι, ὡς...· Πλουτ. Δημήτρ. 38.

French (Bailly abrégé)

f. προσλογιοῦμαι;
1 compter ou calculer en outre, acc. ; τί τινι compter une ch. en outre d’une autre;
2 mettre au compte de, imputer, attribuer : τί τινι mettre qch au compte de qqn.
Étymologie: πρός, λογίζομαι.

Greek Monolingual

Α λογίζομαι
1. υπολογίζω, λογαριάζω επί πλέον
2. (σχετικά με χρηματικό ποσό) συναριθμώ («καὶ οὐ προσλογιζόμενα ὅσα αὐτὸς ἐν Κύπρῳ ἔσχε... [ενν. τάλαντα]», Λυσ.)
3. παίρνω υπ' όψιν μου και κάτι ακόμη
4. καταλογίζω κάτι ακόμη («καὶ μὴ τῷ πλέον διδόναι προσλογίζεσθαι τὸ αἰσχρόν», Πλούτ.)
5. παραβάλλω, συγκρίνω
6. συλλογίζομαι ότι... («ἐπὶ τούτοις προσλογιζόμενον τὸν Ἐρασίστρατον... ὡς...», Πλούτ.).

Greek Monotonic

προσλογίζομαι:1. αποθ., υπολογίζω ή λογαριάζω επιπλέον με, τί τινι, σε Ηρόδ.
2. καταλογίζω, τί τινι, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-λογίζομαι med. erbij tellen. ook in overweging nemen.

Russian (Dvoretsky)

προσλογίζομαι: (атт. fut. προσλογιοῦμαι)
1) присчитывать, причислять, относить (τί τινι Her.);
2) принимать в расчет, учитывать (τι Lys.);
3) вменять, приписывать (τὸ αἰσχρόν τινι Plut.).