σαρόω

From LSJ
Revision as of 03:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰρόω Medium diacritics: σαρόω Low diacritics: σαρόω Capitals: ΣΑΡΟΩ
Transliteration A: saróō Transliteration B: saroō Transliteration C: saroo Beta Code: saro/w

English (LSJ)

= σαίρω (B),

   A sweep clean, τὴν οἰκίαν Ev.Luc.15.8, Artem.</au

German (Pape)

[Seite 864] = σαίρω, segen, kehren, οἰκίαν, N. T. u. Artemid. 2, 33; – übertr., umherjagen, umhertreiben, vom Sturme, διπλῶν μεταξὺ χοιράδων σαρούμενον, Lycophr. 389, nach E. M. κλυδωνιζόμενον. – Doch ist σαρόω unatt., jüngeres u. schlechteres Wort als σαίρω, Lob. zu Phryn. p. 83.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰρόω: σαίρω ΙΙ, σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω, τὴν οἰκίαν Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε΄, 8, Ἀρτεμίδ. 2. 33. - Παθ., οἶκος σεσαρωμένος Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ΄, 44, κτλ. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, ἐπὶ σαρουμένου πράγματος, κῦμα… μεταξὺ χοιράδων σαρούμενον Λυκόφρ. 389. Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 83.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
balayer.
Étymologie: σάρος.

English (Strong)

from a derivative of sairo (to brush off; akin to σύρω); meaning a broom; to sweep: sweep.

English (Thayer)

(for the earlier σαίρω, cf. Lob. ad Phryn., p. 83 (Winer's Grammar, 24,91 (87))), σάρω; perfect passive participle σεσαρωμένος; (σάρον a broom); to sweep, clean by sweeping: τί, Artemidorus Daldianus, oneir. 2,33; (Apoll. Dysk., p. 253,7); Geoponica.)

Greek Monotonic

σᾰρόω: μέλ. -ώσω = σαίρω II, καθαρίζω με τη σκούπα, σκουπίζω, σαρώνω, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., μτχ. παρακ. σεσαρωμένος, στο ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαρόω [σαίρω] schoonvegen.

Russian (Dvoretsky)

σαρόω: подметать (οἶκος σεσαρωμένος καὶ κεκοσμημένος NT).