συναλείφω

From LSJ
Revision as of 04:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναλείφω Medium diacritics: συναλείφω Low diacritics: συναλείφω Capitals: ΣΥΝΑΛΕΙΦΩ
Transliteration A: synaleíphō Transliteration B: synaleiphō Transliteration C: synaleifo Beta Code: sunalei/fw

English (LSJ)

   A clog up, γῆ ὑγρὰ... ἐὰν ξηρανθῇ, σ. τὸ σπέρμα Thphr.CP3.23.1:—Pass., τὰ μὲν ἄνω [τῆς γῆς] συναληλίφθαι διὰ τοὺς ὄμβρους have been clogged up, turned into impermeable clay, Arist.Mete.365a21; coalesce, -ομένων ἀλλήλοις τῶν περάτων Simp.in Ph.892.9, cf.931.17.    b anoint thoroughly, Sor.1.46, 64, al.; rub in thoroughly, Dsc.Eup.1.233.    c metaph., gloss over, whitewash, minimize, τἀγαθὰ μὲν ὑπερεπαινεῖν, τὰ δὲ φαῦλα συναλείφειν Arist.Rh.1383b33.    2 Gramm., unite two syllables into one, D.H.Comp.22, etc.:—Pass., coalesce, of two syllables, Id.Dem. 38; cf. συναλιφή.    II assist in anointing, τινα Plu.Pomp.73, cf. Phld.Vit.p.29J.

German (Pape)

[Seite 998] zusammenschmieren, -schmelzen, verwischen; τὰ ἀγαθὰ ὑπεραινεῖν, τὰ δὲ φαῦλα συναλείφειν, verbergen, Arist. rhet. 2, 6, 8; Sp. – Bei den Gramm. zwei Sylben in eine verschmelzen, und pass. von zwei Sylben, die in eine zusammenfließen, auch von der Elision.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰλείφω: μέλλ. -ψω, ἀλείφω ὁμοῦ, ἀποκρύπτω δι’ ἐπιχρίσεως, ἐπιχρίω. τὰ φαῦλα Ἀριστ. Ρητορ. 2. 6, 8· γῆ ὑγρά..., ἐὰν ξηρανθῇ, ξ. τὸ σπέρμα, καλύπτει αὐτὰ ὡς δι’ ἀλοιφῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 23. 1. ― Παθ., τὰ μὲν ἄνω [τῆς γῆς] συνηλίφθαι διὰ τοὺς ὄμβρους, ἔχουσι συγκαλυφθῆ ὡς δι’ ἐπιχρίσματος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 2. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., συγχωνεύω δύο συλλαβὰς εἰς μίαν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, κλπ.· ― Παθητ., συγχωνεύομαι εἰς μίαν συλλαβήν, ἐπὶ δύο συλλαβῶν, ὁ αὐτ. π. Δημοσθ. σ. 1070R· ἴδε συναλοιφή. ΙΙ. βοηθῶ τινὰ εἰς τὸ ἀλείφειν, συγχρίω, τινὰ Πλουτ. Πομπ. 73, πρβλ. 2. 1094. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 282.

French (Bailly abrégé)

1 aider à oindre ou à enduire;
2 rendre cohérent ou visqueux, unir.
Étymologie: σύν, ἀλείφω.

Spanish

ungir al mismo tiempo

Greek Monolingual

ΜΑ ἀλείφω
1. συμμιγνύω, ανακατεύω («οὐ τὰς ὑποστάσεις συναλείφων», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. γραμμ. ενώνω δύο συλλαβές σε μία
αρχ.
1. αλείφω κάποιον από κοινού με άλλον
2. καλύπτω με επίχρισμα ή με αλοιφή
3. εξαλείφω, απαλείφω
4. τρίβω πολύ καλά.

Greek Monolingual

ΜΑ ἀλείφω
1. συμμιγνύω, ανακατεύω («οὐ τὰς ὑποστάσεις συναλείφων», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. γραμμ. ενώνω δύο συλλαβές σε μία
αρχ.
1. αλείφω κάποιον από κοινού με άλλον
2. καλύπτω με επίχρισμα ή με αλοιφή
3. εξαλείφω, απαλείφω
4. τρίβω πολύ καλά.

Greek Monotonic

συνᾰλείφω: μέλ. -ψω, αλείφω μαζί, επιχρίω, αποκρύπτω, κουκουλώνω με επιχρίσματα, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰλείφω: 1) смазывать, стирать: συναληλίφθαι διὰ τοὺς ὄμβρους Anax. ap. Arst. (о земле) быть стертым или размытым дождями;
2) умащивать, натирать (τινά Plut.);
3) перен. замазывать, скрывать (τὰ φαῦλα Arst.);
4) грам. (о двух слогах) стягивать воедино, сливать (см. συναλοιφή).