συνδιατίθημι

Revision as of 04:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A help in arranging, Ἰφίτῳ σ. τὴν Ὀλυμπιακὴν ἐκεχειρίαν Arist.Fr.533, cf. Plu.Tim.24:—Med., Hierocl. Prov.p.171 B.    2 compose, put together, ἐν τῇ ψυχῇ Porph.Plot. 8.    II help in disposing, τὴν ψυχὴν πρός τι Longin.7.3, cf. 39.3; cause a sympathetic affection of, τὴν καρδίαν Diocl.Fr.59:—Pass., to be sympathetically affected together, Plu.2.443b, D.L.4.18, Jul.Ep.89b, Chor.29.75F.-R., Cod.Just.1.4.34.3; Medic., = συμπάσχω, Diocl.Fr. 38, Sor.1.50, Gal.15.88,793.    2 Gramm., of the verb, to be affected in voice, A.D.Synt.205.2.

German (Pape)

[Seite 1008] (s. τίθημι), mit oder zugleich anordnen, in einen Zustand od. eine Stimmung versetzen; Plut. Timol. 24 u. öfter; S. Emp. adv. phys. 1, 80.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιατίθημι: βοηθῶ εἰς τακτοποίησιν, διευθετῶ ὁμοῦ ἢ ἀπὸ κοινοῦ, Ἰφίτῳ συνακμάσαι καὶ συνδιαθεῖναι τὴν Ὀλυμπιακὴν ἐκεχειρίαν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 490, πρβλ. Πλουτ. Τιμολ. 24. ― Μέσ., Ἱεροκλ. π. Προνοίας ἐν ἀρχ. ΙΙ. συντελῶ ὅπως διατεθῇ τις κατά τινα τρόπον, τὴν ψυχὴν κατά τι Λογγῖν. 7, πρβλ. 39. ― Παθ., διατίθεμαι ὁμοῦ, συμπάσχω, Πλούτ. 2. 443Β, Διογ. Λ. 4. 18, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 disposer, arranger avec : τινί τι qch avec qqn;
2 aider à mettre dans telle ou elle disposition ; Pass. être disposé ou affecté ensemble.
Étymologie: σύν, διατίθημι.

Greek Monolingual

ΜΑ διατίθημι
διευθετώ κάτι μαζί με κάτι άλλο ή από κοινού με άλλον, βοηθώ στη διευθέτηση, στην τακτοποίηση
αρχ.
1. τοποθετώ μαζί, συντάσσω
2. συντελώ στο να τοποθετηθεί κάποιος ή κάτι με ορισμένο τρόπο («πρὸς μεγαλοφροσύνην τὴν ψυχὴν μὴ συνδιατιθῇ», Λογγίν.)
3. προκαλώ σε κάποιον συμπαθητική διάθεση
4. παθ. συνδιατίθεμαι
α) διατίθεμαι, διάκειμαι ομοίως, έχω την ίδια με άλλον διάθεση απέναντι σε έναν τρίτο
β) ιατρ. είμαι άρρωστος και εγώ ταυτόχρονα με άλλον
γ) γραμμ. (για ρήμα) υφίσταμαι επίδραση, επηρεάζομαι ως προς τη φωνή.

Greek Monolingual

ΜΑ διατίθημι
διευθετώ κάτι μαζί με κάτι άλλο ή από κοινού με άλλον, βοηθώ στη διευθέτηση, στην τακτοποίηση
αρχ.
1. τοποθετώ μαζί, συντάσσω
2. συντελώ στο να τοποθετηθεί κάποιος ή κάτι με ορισμένο τρόπο («πρὸς μεγαλοφροσύνην τὴν ψυχὴν μὴ συνδιατιθῇ», Λογγίν.)
3. προκαλώ σε κάποιον συμπαθητική διάθεση
4. παθ. συνδιατίθεμαι
α) διατίθεμαι, διάκειμαι ομοίως, έχω την ίδια με άλλον διάθεση απέναντι σε έναν τρίτο
β) ιατρ. είμαι άρρωστος και εγώ ταυτόχρονα με άλλον
γ) γραμμ. (για ρήμα) υφίσταμαι επίδραση, επηρεάζομαι ως προς τη φωνή.

Russian (Dvoretsky)

συνδιατίθημι: 1) совместно устраивать, помогать устроить (τινὶ τὴν Ὀλυμπιακὴν ἐκεχειρίαν Plut.);
2) одновременно располагать, приводить в (известное) состояние Plut.: συνδιατίθεσθαι ἴσα καὶ μὴ ἀκοῦσαι Diog. L. притворяться ничего не слышавшим; δακτύλου τεμνομένου τὸ ὅλον συνδιατίθεται σῶμα Sext. при порезе пальца реагирует все тело.