τετραμοιρία

From LSJ
Revision as of 04:41, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰμοιρία Medium diacritics: τετραμοιρία Low diacritics: τετραμοιρία Capitals: ΤΕΤΡΑΜΟΙΡΙΑ
Transliteration A: tetramoiría Transliteration B: tetramoiria Transliteration C: tetramoiria Beta Code: tetramoiri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A a fourfold portion, X.An.7.2.36, 7.6.1.

German (Pape)

[Seite 1098] ἡ, die vierfache Portion, Xen. An. 7, 2, 36.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰμοιρία: ἡ, τετραπλῆ μερίς, τὸ τετραπλοῦν, τῷ μὲν στρατιώτῃ Κυζικηνόν, τῷ δὲ λογαχῷ διμοιρίαν, τῷ δὲ στρατηγῷ τετραμοιρίαν, δηλ. τέσσαρας Κυζικηνοὺς στατῆρας, Ξεν. Ἀνάβ. 7. 2, 36., 6. 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
part quadruple.
Étymologie: τετράμοιρος.

Greek Monolingual

ἡ, Α τετράμοιρος
τέσσερεις φορές μεγαλύτερη μοίρα ή μερίδα.

Greek Monotonic

τετρᾰμοιρία: ἡ, τετραπλή μερίδα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰμοιρία: ἡ вчетверо большее количество, четверной пай Xen.