ὑπερῷον
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
English (LSJ)
Ep. and Ion. ὑπερ-ώϊον, τό,
A the upper part of the house, where the women resided, παρθένος αἰδοίη ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσα Il.2.514; εἰς ὑπερῷ' ἀναβάς 16.184, cf. Od.1.362; ὑπερωϊόθεν φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδὴν . . Πηνελόπεια from her chamber she heard it, ib.328; approached by a κλῖμαξ, ib.330: so in later Gr., upper chamber or story, Act.Ap.1.13, Supp.Epigr.2.754 (Syria, ii A. D.), POxy.2146.7 (iii A. D.). 2 attic, garret, Ar.Eq.1001, Pl.811, Men.Sam.17, IG22.1638.27; ἄνωθ' ἐξ ὑ. Ar.Ec.698 (anap.); of a spare room, Antipho 1.14.
German (Pape)
[Seite 1205] τό, ep. u. ion. ὑπερώϊον, neutr. zum Folgenden, sc. οἴκημα, der obere Theil des Hauses, Oberstock, Söller, Zimmer im obern Stock, wo die Frauen wohnten; παρθένος αἰδοίη ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσα Il. 2, 514; ἐς ὑπερῷ' ἀναβὰς παρελέξατο λάθρη Ἑρμείας 16, 184; oft in der Od.; ἐξ ὑπερῴου ἄειδον Κηληδόνες Pind. frg. 25; Ar. Equ. 996 Plut. 811; Antiph. 1, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερῷον: Ἐπικ. καὶ Ἰων. -ώιον, τό, τὸ ἀνώτερον μέρος τῆς οἰκίας, τὸ ἀνώτατον πάτωμα ἔνθα αἱ γυναῖκες διέμενον, παρθένος αἰδοίη ὑπερώιον εἰσαναβᾶσα Ἰλ. Β. 514· εἰς ὑπερῷ’ ἀναβὰς Π. 184, πρβλ. Ὀδ. Α. 362· τοῦ δ’ ὑπερωιόθεν φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδήν... Πηνελόπεια, ἐκ τοῦ ὑπερῴου ἤκουσε Ὀδ. Α. 328· ἔφερε δὲ εἰς αὐτὸ κλῖμαξ, αὐτόθι 330· ἐξ ὑπερῴου Πινδ. Ἀποσπ. 25. 2) παρ’ Ἀττ., ἡ κοινῶς λεγομένη «σοφίτα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1001, Πλ. 811· ἄνωθ’ ἐξ ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 698· ἐν χρήσει ὡς ἀποθήκη κ.τ.τ., Ἀντιφῶν 113. 3· πρβλ. Λυσίαν σ. 3. Reiske, καὶ ἴδε διήρης.
English (Autenrieth)
upper chamber, upper apartments, often pl. in both forms. The ὑπερώϊον was over the women's apartment, and was occupied by women of the family, not by servants, Il. 2.514, Od. 17.101.
English (Strong)
neuter of a derivative of ὑπέρ; a higher part of the house, i.e. apartment in the third story: upper chamber (room).
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. υπερώο.
Greek Monotonic
ὑπερῷον: Επικ. -ώϊον, τό, το ανώτερο, υψηλότερο μέρος ενός σπιτιού, κατοικίας, το ανώτατο πάτωμα ή τα ανώτερα διαμερίσματα, εκεί που διέμεναν, κατοικούσαν οι γυναίκες, σε Όμηρ.· σε Αττ., σοφίτα, υπερώο, σε Αριστοφ. (βλ. το επόμ.).
Russian (Dvoretsky)
ὑπερῷον: ион. тж. ὑπερώϊον τό
1) тж. pl. верхний этаж, верхнее помещение Hom.;
2) чердак Arph.